Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, πριν ακόμα εμφανιστεί ο άνθρωπος και τα ζώα, την εποχή που τη Γη σκέπαζαν μόνο δάση, ο Ήλιος κατοικούσε στο παλάτι του στην πιο ψηλή βουνοκορφή, για να μπορεί να θαυμάζει ολόκληρη την πλάση.

Νέος όμορφος, λαμπερός και με ζεστή καρδιά κάθε μέρα περπατούσε στη γη σκορπίζοντας χαρά, ζεστασιά, ελπίδα και παρηγοριά. Του άρεσαν οι κουβέντες και πάντα ήταν καλόγνωμος και καταδεκτικός με όλα τα παιδιά της Μητέρας Φύσης. Το παλάτι του ήταν πάντα ανοιχτό και πάντα υπήρχε κάποιος επισκέπτης.

Του άρεσε να μιλά με τις ώρες με τους ανέμους, τα σύννεφα, τα άστρα, τη σελήνη. Όλους τους άκουγε με μεγάλη προσοχή και δεν έκρυβε την αγάπη του για τις γιορτές, το καλό φαγητό και την κουβέντα. Αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά της Μητέρας Φύσης δεν έκρυβαν την συμπάθεια και την αγάπη τους για το νεαρό άρχοντα. Κάθε φορά που έστελνε τις κόρες τους τις Ακτίνες για να προσκαλέσουν κάποιον στο παλάτι του η πρόσκλησή του γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό. Μάλιστα, κάθε φορά παράγγελνε στους καλεσμένους τους: -Θα χαρώ πάρα πολύ να δεχτώ εσένα και όλη σου την οικογένεια στο παλάτι μου. Κανένα από τα παιδιά της Μητέρας Φύσης δεν είχε αρνηθεί ποτέ πρόσκληση του Ήλιου. Κανένα, εκτός απ' το Νερό.

Η στάση αυτή του Νερού είχε προβληματίσει το νεαρό άρχοντα και γι αυτό αποφάσισε να ξεδιαλύνει μόνος του την κατάσταση. Αποφάσισε ότι θα πήγαινε ο ίδιος στο παλάτι του Νερού και θα το προσκαλούσε. Στην περίπτωση που κι αυτή τη φορά το Νερό αρνιόταν την πρόσκλησή του ήταν αποφασισμένος να μάθει το λόγο. Μάλιστα, δεν θα δίσταζε να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη αν με κάποιον τρόπο είχε προσβάλλει το Νερό και θα του εξηγούσε ότι επρόκειτο για παρεξήγηση. Έτσι, λοιπόν, έφτασε στο παλάτι του Νερού και το βρήκε καθισμένο στην αναπαυτική του πολυθρόνα. Το Νερό μόλις τον είδε από μακριά σηκώθηκε και πήγε να τον καλωσορίσει.

-Καλώς ήρθες άρχοντα Ήλιε στο παλάτι μου φώναξε. -Πέρασε, πέρασε του έγνεψε κάνοντάς του βαθειά υπόκλιση και συνέχισε, -Τί σε φέρνει στα μέρη μου;

-Ήρθα να σε προσκαλέσω εσένα κι όλη σου την οικογένεια στο παλάτι μου, είπε ο Ήλιος.

-Μα, είπε το Νερό, άρχοντα Ήλιε η οικογένειά μου είναι μεγάλη και μάλλον δεν θα χωρέσει στο παλάτι σου. Συγγνώμη δεν θέλω να σε προσβάλλω, αλλά βλέπεις έχω συγγενείς αμέτρητους και δεν θα ήθελα να σου δημιουργήσουμε προβλήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα δεν έχω ανταποκριθεί στις προσκλήσεις του.

-Το παλάτι μου είναι πολύ μεγάλο και χωράει εσένα κι όλη σου την οικογένεια, είπε ο Ήλιος. -Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα. Αύριο σε περιμένω με όλη σου την οικογένεια. Θα σας περιμένω να σας υποδεχτώ.

Την άλλη μέρα λοιπόν το Νερό και όλη του η οικογένεια έφτασε στο παλάτι του Ήλιου. Ο νεαρός άρχοντας ήταν, ήδη, στην πόρτα και περίμενε να υποδεχτεί τους καλεσμένους του. Έφτασαν στην ώρα τους όλοι. Ήρθαν οι Θάλασσες, τα Ποτάμια, η Βροχή, οι Καταιγίδες, οι Θύελλες, οι Λίμνες, τα Χιόνια, οι Παγετώνες...

Όλοι οι συγγενείς του Νερού άρχισαν να πλημμυρίζουν το παλάτι και τότε ο Ήλιος ανέβηκε στον πρώτο όροφο, αλλά κι εκείνος σε λίγο πλημμύρισε, ο ήλιος πήγαινε στο επόμενο όροφο και στη συνέχεια στον επόμενο και στον επόμενο, για να μπουν οι καλεσμένοι του στο παλάτι. Στο τέλος το παλάτι είχε πλημμυρίσει και ο Ήλιος αναγκάστηκε να ανεβεί στον πιο ψηλό πύργο του, εκεί που ο πύργος άγγιζε τον Ουρανό, αλλά σε λίγο οι συγγενείς του Νερού έφτασαν κι εκεί.

-Στο είπα ότι έχω μεγάλη οικογένεια και δεν θα χωρούσε στο παλάτι σου άρχοντα Ήλιε και να τώρα που δεν έχει μείνει καθόλου χώρος για σένα, του φώναξε το Νερό.

Κι ο Ήλιος που δεν μπορούσε πια να σταθεί ούτε στο ψηλότερο πύργο του παλατιού του, αφού υπήρχε κίνδυνος να παρασυρθεί από την οικογένεια του Νερού, δίνει ένα σάλτο και σκαρφάλωσε στον Ουρανό. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στο παλάτι του και από τότε συνηθίζει να κόβει βόλτες στον Ουρανό και να μιλά με τα παιδιά της Φύσης από κει ψηλά...

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ



Μια φορά κι έναν καιρό, λίγο μετά από την εποχή που ο Μεγάλος Δημιουργός έπλασε τους ανθρώπους, σε μια μικρή καλύβα, μέσα σε ένα δάσος που τώρα πια έχει ξεχαστεί, ζούσε ένα ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.

Μια μέρα, η μάνα φώναξε τα δυό της παιδιά και τους είπε να ετοιμαστούν να πάνε στη λίμνη όπου εκείνη θα έπλενε τα ρούχα και αυτά θα είχαν την ευκαιρία να πλατσουρίσουν και να παίξουν κοντά της. Για τα παδιά ήταν σαν εκδρομή θα έπαιζαν και θα έτρωγαν κοντά στη λίμνη...

Την άλλη μέρα ξεκίνησαν πολύ πρωϊ και περπάτησαν αρκετά μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Έφτασαν, λοιπόν, στη λίμνη και αφού έστρωσαν το στρωσίδι που είχαν πάρει από το σπίτι και τακτοποίησαν το καλάθι με τις λιχουδιές που είχαν φέρει μαζί τους, άρχισαν να παίζουν και να πλατσουρίζουν και να γελάνε χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Η μητέρα ετοιμάστηκε να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας. Παρά την κοπιαστική δουλειά συχνά-πυκνά σήκωνε τα μάτια της και τα παρακολουθούσε να μην φύγουν μακριά και χαθούν. Τα κοίταζε να παίζουν ξένοιαστα κι ευτυχισμένα και απορούσε πότε μεγάλωσαν. Θυμήθηκε πώς ένιωσε την πρώτη φορά που τα άγγιξε, πόσο μικρά, εύθραυστα και ανήμπορα ήταν. Θυμήθηκε τον ήχο του πρώτου γέλιου τους, την πρώτη τους κουβεντούλα και την ώρα πού αποφάσισαν να σταθούν όρθια και να κάνουν το πρώτο τους βήμα. Σαν να ήταν χθες! Και τότε τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Έκατσε κάτω στα χόρτα και έκλαιγε.

Τα παδιά βλέποντας την μητέρα τους να κλαίει έτρεξαν προς το μέρος της. Το κοριτσάκι την αγκάλιασε χωρίς να πει τίποτε. Το αγοράκι της ανήσυχο την ρώτησε: -Γιατί κλαις μαμά;

-Γιατί είμαι γυναίκα, απάντησε εκείνη, σκούπισε τα μάτια της και έσφιξε τα δύο της παιδιά στην αγκαλιά της.

-Δεν καταλαβαίνω...είπε σιγά το αγοράκι. -Κι ούτε ποτέ θα καταλάβεις...του απάντησε και του έδωσε ένα φιλί.

Η μέρα πέρασε. Τα ρούχα στέγνωσαν και η μάνα με τα δυό παιδιά μάζεψαν τα πράγματά τους και γύρισαν στο σπίτι. Το αγοράκι, όμως, δεν έπαψε να σκέφεται την απάντηση της μητέρας του “...και ούτε ποτέ θα καταλάβεις...”.

Πέρασαν αρκετές μέρες και κάποια στιγμή που το αγοράκι ήταν μόνο του με τον πατέρα του, τον ρώτησε: -Μπαμπά γιατί η μαμά κλαίει χωρίς λόγο; - Όλες οι γυναίκες κλαίνε χωρίς λόγο! του απάντησε εκείνος.

Τα χρόνια πέρασαν και τα δύο παιδιά μεγάλωσαν. Το κοριτσάκι έγινε γυναίκα και έφτιαξε τη δική της οικογένεια και το αγοράκι έγινε ένας νέος άνδρας. Όλα αυτά τα χρόνια έβλεπε τη μαμά του κάποιες φορές να κλαίει χωρίς λόγο, αλλά ποτέ πια δεν ρώτησε γιατί. Ούτε και με τον μπαμπά του ξανασυζήτησε το θέμα. Γύρισε όλο τον κόσμο για να μάθει γιατί οι γυναίκες κλαίνε, αλλά κανένας σοφός δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Έτσι, λοιπόν μια μέρα που ήταν καθισμένος στην κορυφή ενός βουνού αποφάσισε να ρωτήσει τον Μεγάλο Δημιουργό. Σηκώθηκε, έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό και φώναξε: -Μεγάλε Δημιουργέ του κόσμου μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις γιατί οι γυναίκες κλαίνε τόσο εύκολα και χωρίς λόγο; Και τότε άκουσε τη φωνή του Μεγάλου Δημιουργού να λέει: - Όταν δημιούργησα τη γυναίκα σκέφτηκα ότι έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Έτσι έφτιαξα τους ώμους της, τόσο δυνατούς ώστε να μπορούν να σηκώνουν τα βάρη του κόσμου και απαλούς, ώστε να προσφέρουν ανακούφιση. Της έδωσα δύναμη να μπορεί να υπομένει τους πόνους της γέννας, αλλά και της απόρριψης -κάποιες φορές- από τα ίδια της τα παιδιά. Της έδωσα σθένος ώστε να συνεχίζει εκεί που όλοι οι άλλοι παραιτούνται. Της έδωσα το κουράγιο να μπορεί να φροντίζει την οικογένειά της ακόμη κι όταν είναι άρρωστη και κουρασμένη, χωρίς να παραπονιέται. Της έδωσα ευαισθησία, ώστε να αγαπάει τα παιδιά της ακόμη κι όταν αυτά την πληγώνουν. Της έδωσα την υπομονή να αντέχει τον άντρα της με τα ελαττώματά του και την έπλασα απ΄ το πλευρό του, για να προστατεύσω την καρδιά του. Της έδωσα αποφασιστικότητα ώστε να παραμένει δίπλα στον σύντροφό της και σοφία, είπε ο Μεγάλος Δημιουργός και συνέχισε: -Βλέπεις γιέ μου η ομορφιά της γυναίκας δεν βρίσκεται στην εξωτερική της εμφάνιση...Η ομορφιά της γυναίκας βρίσκεται στα μάτια της, γιατί τα μάτια είναι οι πύλες που οδηγούν στην καρδιά...στο μέρος που κατοικεί η αγάπη...




Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ο Γιος της Σελήνης

Μια φορά κι έναν καιρό τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλήσουν με τον Ήλιο και τη Σελήνη ζούσε μια όμορφη μελαχροινή τσιγγάνα. Η ομορφιά της ήταν ξακουστή και από τόπους μακρινούς ερχόταν νέοι, όμορφοι και πλούσιοι για της ζητήσουν να γίνει γυναίκα τους. Εκείνη, όμως, δεν ήθελε κανέναν και έλεγε ότι θα παντρευτεί μόνο όταν θα αγαπήσει κάποιον αληθινά και βαθειά. Η ιστορία είναι τόσο παλιά που πια κανείς δεν θυμάται το όνομά της. Έτσι περνούσαν τα χρόνια μέχρι που στην περιοχή που ζούσε έφτασε μια ομάδα τσιγγάνων από χώρα μακρινή.

Οι νεοφερμένοι εγκαταστάθηκαν στην άκρη της λίμνης εκεί όπου άρχιζε το δάσος. Εκεί έστησαν τα σπίτια τους κι αμέσως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για τη χώρα από την οποία προέρχονταν, αλλά και για τις αιτίες που τους έκαναν να την εγκαταλείψουν. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν περαστικοί κι άλλοι ότι επρόκειτο να μείνουν εκεί για πάντα. Γρήγορα, όμως, έγιναν αποδεκτοί και οι ιστορίες γι αυτούς ξεχάστηκαν. Ανάμεσα στους νεοφερμένους ήταν και ένας νέος πολύ όμορφος τσιγγάνος που είχε στήσει την καλύβα του πιο μακρυά από τους άλλους. Τίς νύχτες συνήθιζε να παίζει διάφορους σκοπούς στην κιθάρα του και να τραγουδά. Οι πιό πολλοί έλεγαν ότι ο τσιγγάνος αυτός δεν ήξερε να μιλά, παρά μόνο να τραγουδά κι αυτό γιατί δεν μιλούσε σε κανέναν. Αν δεν είχε τη συνήθεια να τραγουδά όλοι θα πίστευαν ότι ήταν μουγγός.

Η νεαρή τσιγγάνα συνήθιζε να κάθεται τα βράδυα ξαπλωμένη πάνω στο χορτάρι έξω από την πόρτα της καλύβας της, να παρατηρεί τον ουρανό και να παρακαλά την Κυρά της Νύχτας να της φέρει την αγάπη, την μία και μοναδική। Κάθε φορά η Κυρά της έλεγε ότι ακόμη δεν ήρθε η ώρα και ότι θα έπρεπε να περιμένει και να μην βιάζεται। Την πρώτη νύχτα που οι νεοφερμένοι έφτασαν στη λίμνη η Κυρά της Νύχτας έλαμπε στον ουρανό. Για πρώτη φορά η τσιγγάνα είδε την πανσέληνο ν' αστράφτει στα σγουρά μαύρα μαλλιά του. Κάτω από την πανσέληνο άκουσε τον ήχο της κιθάρας του και τη φωνή του να τραγουδά για την αγάπη. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Αυτός ήταν που περίμενε... Την άλλη μέρα τον είδε να περπατά στην άκρη της λίμνης. Η μικρή τσιγγάνα ήταν ερωτευμένη। Το βράδυ ξαπλωμένη στα χόρτα έξω από την καλύβα της παρακαλούσε την Κυρά της Νύχτας να την βοηθήσει να μπει στην καρδιά του. Νύχτες παρακαλούσε τη Σελήνη να την βοηθήσει.Να κάνει τον τσιγγάνο να την αγαπήσει τόσο βαθειά και τόσο αληθινά όσο τον αγαπούσε κι εκείνη.

Η μικρή τσιγγάνα διαβεβαίωνε την Κυρά της Νύχτας ότι αυτός ήταν που περίμενε και ότι ήθελε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της στο πλευρό του. -Τί είσαι έτοιμη να κάνεις για να κατακτήσεις την καρδιά του αγαπημένου σου; ρώτησε η Κυρά της Νύχτας. -Τα πάντα! Απάντησε εκείνη χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. -Τα πάντα, επανέλαβε η Κυρά, σκεφτική και συνέχισε: -άσε με να το σκεφτώ και θα σου πω αύριο -Τα πάντα, είπε και η τσιγγάνα κι αποκοιμήθηκε εκεί έξω από την πόρτα της καλύβας της. Την επόμενη νύχτα η Σελήνη μίλησε στην τσιγγάνα -Άκου, της είπε, το σκέφτηκα θα σε βοηθήσω να γίνεις ταίρι του όμορφου τσιγγάνου, αλλά θέλω το πρώτο παιδί που θα κάνετε να είναι δικό μου. Συμφωνείς; Η νεαρή τσιγγάνα δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά ήταν έτοιμη να δώσει τα πάντα για την καρδιά του αγαπημένου της. -Ναι συμφωνώ, απάντησε, το πρώτο μας παιδί θα είναι δικό σου! Η συμφωνία έκλεισε και η τσιγγάνα ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες που της έδωσε η Κυρά της Νύχτας.

Ο νεαρός τσιγγάνος την ερωτεύτηκε παράφορα! Ζούσε, ανέπνεε και τραγουδούσε μόνο για κείνη. Ένα χρόνο μετά της ζήτησε να τον παντρευτεί! Ο γάμος έγινε και τέτοια γιορτή δεν είχε ξαναδεί το μικρό χωριό. Μια εβδομάδα κράτησαν τα γλέντια και οι χοροί.

Το νέο ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο καινούργιο του σπίτι και ζούσε ευτυχισμένο! Ένα χρόνο μετά η τσιγγάνα είπε στον αγαπημένο της σύζυγο ότι θα αποκτούσαν παιδί! Η ευτυχία τους επρόκειτο να ολοκληρωθεί! Η νεαρή γυναίκα ούτε που ενδιαφερόταν τί σήμαινε η υπόσχεση που είχε δώσει στην Κυρά της Νύχτας, αλλά ούτε και την θυμόταν πια. Το ζευγάρι περίμενε με αγωνία τον ερχομό του παιδιού τους χωρίς καν να υποψιάζεται τί τους περίμενε.... Όμως η Κυρά της Νύχτας περίμενε κι αυτή...

Εννιά μήνες μετά, μια νύχτα που η Σελήνη έλαμπε σαν από ατόφια πλατίνα γεννήθηκε το μωρό του ζευγαριού...κι ευτυχία έγινε θύελλα!

Το μικρό αγόρι έμοιαζε με πλάσμα που βγήκε μέσα από παραμύθι! Σε τίποτε δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα του. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο, τα μάτια του είχαν το χρώμα του ουρανού και τα μαλλιά του έμοιαζαν με το πλατινένιο φως της Κυράς της Νύχτας! Ήταν ο γιος της Σελήνης.

Ο τσιγγάνος όταν τον αντίκρυσε κατηγόρησε τη γυναίκα του ότι ο μικρός δεν ήταν δικό του παιδί. Την κατηγόρησε ότι τον είχε προδόσει। Μάταια η νεαρή γυναίκα με δάκρυα στα μάτια τον διαβεβαίωνε ότι δεν τον είχε προδόσει και ότι μωρό ήταν δικό τους. Μάταια του διηγήθηκε πώς έκανε τη συμφωνία με την Κυρά της Νύχτας για την αγάπη του και μόνο. Ο τσιγγάνος τυφλωμένος από τη ζήλεια την σκότωσε. Πήρε το παιδί και το πέταξε στο δάσος για να το κατασπαράξουν τα άγρια ζώα κι ο ίδιος καβάλησε το άλογό του και έφυγε μακρυά και χάθηκε...

Η Σελήνη, όμως, θέλησε να προστατέψει τον γιό της, αλλά δεν μπορούσε να κατεβεί από τον ουρανό. Έτσι έστειλε μια λύκαινα να τον προσέχει και να τον φροντίζει, μέχρι να γίνει ικανός να φροντίζει τον εαυτό του. Κάθε φορά που ο Γιος της Σελήνης ήταν στεναχωρημένος η Κυρά της Νύχτας σκοτείνιαζε, κάθε φορά που έκλαιγε γινόταν σαν κούνια για να τον ησυχάσει και κάθε φορά που γελούσε ο μικρός, η Σελήνη έλαμπε από ευτυχία!

Η Σελήνη ποτέ δεν μπόρεσε να αγγίξει το γιό της, αλλά του διηγήθηκε όλες τις ιστορίες που ήξερε και έβλεπε από κει ψηλά που τριγυρνά κι εκείνος ο Γιος της Σελήνης δεν κατέβηκε ποτέ στις πόλεις των ανθρώπων. Αυτοί που ξέρουν λένε ότι έχει στήσει το σπιτικό του ψηλά στα βράχια του Ουρανού και ζει με τα ζώα του δάσους...

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ


Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που ζούσε σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής. Έμοιαζε σαν όλα τα αγόρια της ηλικίας του. Πίστευε ότι ποτέ δεν θα το πλησίαζε ο θάνατος, ότι μπορούσε να τα κάνει όλα και ήθελε να τα μάθει όλα.

Το αγόρι ζούσε σ' ένα πολύ μικρό χωριό, όπου οι άνθρωποι ελάχιστα γνώριζαν για τα “θαύματα της τεχνολογίας”. Ήταν ζήτημα αν περνούσε απ' το χωριό του μια φορά το χρόνο αυτοκίνητο. Όλες οι δουλειές γινόταν με ζώα και με κάρα. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και οι γονείς του δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο. Ο πατέρας του ήξερε ό,τι είχε μάθει από τον πατέρα του και απ' τον παππού του και φυσικά τη ζωή τους καθόριζαν τα ιερά βιβλία. Ο πατέρας του το μόνο που μπορούσε να του μάθει ήταν η δουλειά του και όσα έλεγαν τα ιερά βιβλία της πίστης του.

Μια μέρα το αγόρι γύρισε από το σχολείο ξαναμμένο και ενθουσιασμένο. Ο πατέρας του το κοίταξε και το ρώτησε τί του είχε συμβεί.

-Πατέρα, καλέ μου πατέρα συνέβη κάτι συγκλονιστικό, ανεπανάληπτο, μαγικό!

-Σ' ακούω, του είπε ο πατέρας του, αλλά να μην μας πάρει το βράδυ γιατί έχουμε ένα σωρό δουλειές να κάνουμε!

-Πατέρα μου, οι αμερικανοί έστειλαν ένα διαστημόπλοιο στον ουρανό κι ένας άνθρωπος, ένας αστροναύτης, πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι!

-Δε ντρέπεσαι να ξεστομίζεις τέτοια ψέματα; ρώτησε ο πατέρας του κοιτώντας το μικρό αγόρι κατάματα με ένα βλέμμα παγωμένο. -Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να πατήσει πάνω στο φωτεινό πρόσωπο του Θεού, συνέχισε. -Δεν αμάρτησες μόνο επειδή τόλμησες να πεις σε μένα ένα τέτοιο ψέμα, αλλά και ενώπιον του Θεού. Ζήτα αμέσως συγγνώμη από μένα και στη συνέχεια προσευχήσου για να σε συγχωρήσει ο Θεός. Ο πατέρας ήταν κατηγορηματικός. Αυτά ήταν τα λόγια του, αφού αυτά πίστευε.

Το αγόρι κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του και πατώντας τα πόδια του στέρεα στο έδαφος είπε: -Πατέρα δε λέω ψέματα. Ο δάσκαλος, μας το είπε στο σχολείο. Οι αμερικανοί έδειξαν και φωτογραφίες του αστροναύτη. Τις έχει δει όλος ο κόσμος! Επέμενε.

-Ντροπή σου, φώναξε ο πατέρας. Λέγοντάς μου πιο πολλά ψέματα δεν κάνουν αλήθεια το αρχικό σου ψέμα. Πάψε να ντροπιάζεις το σπίτι μας και να γεμίζεις φόβο την καρδιά μου. Πάρε πίσω αμέσως τα ψέματά σου γιέ μου, τώρα αμέσως. -Πατέρα δε λέω ψέματα. Ο άνθρωπος περπάτησε στο φεγγάρι και μπορώ να στο αποδείξω, φώναξε το αγόρι.

Αυτό ήταν ο χωρικός δεν μπορούσε να ακούει άλλο το παιδί του, άρπαξε ένα ξύλο, το σήκωσε ψηλά στον ουρανό και φώναξε: -Παντοδύναμε Θεέ, σε ικετεύω κάνε ο γιός μου να καταλάβει το λάθος του. Μετά άρχισε να χτυπά το αγόρι, όπως ακριβώς έκανε ο πατέρας του στον ίδιο όταν έκανε κάποιο λάθος. Συνέχισε να το χτυπά μέχρι που το αγόρι άρχισε να κλαίει δυνατά. Η τιμωρία σταμάτησε όταν ο πατέρας δεν μπορούσε πια ν΄ακούει τις φωνές του παιδιού του.

Μετά ο πατέρας άπλωσε το χέρι του, για να το φιλήσει το αγόρι, σύμφωνα με το παλιό έθιμο του σεβασμού του γιου προς τον πατέρα. Η καρδιά, όμως, του αγοριού ήταν κρύα και το ίδιο παρέμειναν και τα χείλη του.

Τις επόμενες ημέρες το αγόρι δεν πήγε στο σχολείο. Όταν ξανακάθισε στο θρανίο του, ο δάσκαλος το ρώτησε για το λόγο της απουσίας του και το αγόρι του απάντησε -Δάσκαλε ο πατέρας μου λέει ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να περπατήσει στο φεγγάρι. Το φεγγάρι, λέει, είναι το άγιο φως από το πρόσωπο του Θεού και είναι αμαρτία να λέμε τέτοια πράγματα και μάλιστα εγώ που του τα είπα δεν θα περάσω την πόρτα του Παραδείσου. Ο δάσκαλος κοίταξε με λύπη τα δακρυσμένα μάτια του αγοριού και το ρώτησε: -Τί άλλο είπε ο πατέρας σου; -Τίποτε, είπε το αγόρι, με τιμώρησε και με έβαλε να προσευχηθώ στο Θεό, για να με συγχωρήσει για την βλαστήμια που ξεστόμισα. Όμως όταν προσευχόμουν στο Θεό είπα κάτι τρομερό. Είπα ότι δεν αγαπάω τον πατέρα μου, είπε το αγόρι και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο δάσκαλος το άφησε να κλάψει μέχρι να ηρεμήσει η καρδιά του.

Σε λίγο το αγόρι σήκωσε το χέρι του και ρώτησε το δάσκαλο :-Πες μου δάσκαλε υπάρχει περίπτπωση στον ουρανό να βρίσκονται κι άλλα φεγγάρια;

Ο δάσκαλος στην αρχή ξαφνιάστηκε, αλλά στη συνέχεια χαμογέλασε και απάντησε: -Υπάρχει μόνο ένα φεγγάρι που γυρίζει γύρω από τη Γη μας. Όμως αυτό το φεγγάρι είναι διαφορετικό για κάθε άνθρωπο που το βλέπει. Κάποιος που ποτέ δεν κοιτάζει ψηλά, δεν θα το δει ποτέ. Γι' αυτόν το φεγγάρι δεν υπάρχει! Κάποιος άλλος, που το θαυμάζει μόνο όταν έχει πανσέληνο, νομίζει ότι το φεγγάρι είναι ένας ασημένιος δίσκος. Αν ένας άλλος το βλέπει καθώς ανατέλλει ανάμεσα από τα χρυσαφένια σπαρτά, θα το νομίζει μια χρυσή μπάλα. Κι ένας άλλος, ίσως μελετά το φεγγάρι με το τηλεσκόπιο. Γι' αυτόν το φεγγάρι δεν είναι παρά βουνά, κρατήρες και παντέρημες κοιλάδες σκεπασμένες με το παχύ στρώμα της φεγγαρόσκονης. Γι' αυτό η απάντηση στην ερώτησή σου είναι και ναι και όχι. Γιατί στη πραγματικότητα το φεγγάρι είναι όλα αυτά τα πράγματα μαζί.
Ναι και όχι; Πως μπορούσε κάτι να είναι και να μην είναι; Δ
εν πρέπει τα πράγματα ή να είναι ή να μην είναι; Το αγόρι έμεινε ξάγρυπνο νύχτες πολλές, κοιτάζοντας από το παράθυρό του το φεγγάρι και παρατηρώντας το να διασχίσει τον ουρανό.

Μια νύχτα ο πατέρας του το είδε να ξαγρυπνά και το ρώτησε: -Γιατί δεν κοιμάσαι; Πήγαινε γρήγορα στο κρεβάτι σου! Το αγόρι δεν σάλεψε καθόλου και ρώτησε τον πατέρα του: -Πες μου πατέρα. Όταν κοιτάς το φεγγάρι τί βλέπεις; Ο πατέρας κάθισε δίπλα στο γιό του και κοίταξε τον ουρανό. -Βλέπω την αντανάκλαση του άγιου προσώπου του Θεού. Βλέπω τόση ομορφιά, που μόνον ο Θεός μπορεί να φτιάξει και τέτοιο μεγαλείο που κανείς δεν μπορεί να σπιλώσει. Βλέπω ελπίδα για την ψυχή μου και για την ψυχή του γιού μου, κι ας έκανε λάθος και μπέρδεψε με το φεγγάρι με έναν βράχο πάνω στον οποίον μπορείς να σκαρφαλώσεις. Με την άκρη του ματιού του το αγόρι κοίταζε το πρόσωπο του πατέρου και τότε είδε στα μάτια του να λάμπουν δυό σταγόνες στο φως του φεγγαριού. Ποτέ άλλωτε δεν είχει δει τον πατέρα του έτσι. Κοίταζε τόσο επίμονα το πρόσωπο του πατέρα του, μέχρι που είδε το φεγγάρι μέσα από τα μάτια του. Είδε το λαμπερό πρόσωπο του Θεού. Το φεγγάρι πια φώτιζε πιο πολύ κι απ' τον ήλιο.

Στο τέλος το αγόρι ψιθύρισε: -Πατέρα, σε παρακαλώ άκουσέ με και μη μου θυμώσεις. Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, ούτε θέλω να νιώσω ότι είμαι ανάξιος της αγάπης σου. Νομίζω ότι έκανες λάθος που με τιμώρησες, γιατί έτσι μ' έκανες να κλείσω σφιχτά τα μάτια μου. Και πώς να δω την αλήθεια με τα μάτια μου σφραγισμένα; Μόνο τώρα που νιώθω πάλι κοντά σου μπορώ να δω και μάθω περισσότερα.
Το αγόρι πήρε το χέρι του πατέρα του και το φίλησε με σεβασμό.
-Τι σημαίνουν αυτά; ρώτησε ο πατέρας. -Τι έγινε και ο γιος μου νομίζει ότι μπορεί να πει στον πατέρα του τί είναι λάθος και τί είναι σωστό; -Μόνο αυτό, απάντησε το αγόρι, το αποψινό βράδυ -που θα το θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή- μπόρεσα και είδα τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου. Και έτσι, αν και είναι αλήθεια ότι ένας άνθρωπος περπάτησε πάνω σ' ένα μακρινό βράχο, είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς άνθρωπος δεν περπάτησε ποτέ στο φεγγάρι του πατέρα μου!





Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Μια αληθινή ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε ένα σκυλάκι, που πολύ γρήγορα το πήραν από τη μαμά του και το πέταξαν στο δρόμο. Μόνο, φοβισμένο, πεινασμένο παρακαλούσε να βρεθεί κάποιος να του δώσει λίγο φαγάκι, λίγο νερό κι ένα χάδι. Τίποτε όμως! 'Οσο κι αν προσευχόταν δεν βρισκόταν κάποια ευγενική ψυχή να το προσέξει.
Μια μέρα, ήρθαν κάποιοι άνθρωποι με ένα αυτοκίνητο και το μάζεψαν, το πήγαν σε ένα μέρος που υπήρχαν κι άλλα σκυλάκια που ζούσαν μέσα σε κλουβιά. Όπως έμαθε από ένα μικρό που βρισκόταν στο διπλανό κλουβί εκεί ήταν το κυνοκομείο του Δήμου, δηλαδή να μην περίμενε και πολλά γιατί θα του έδιναν φαγητό, θα του έκαναν εμβόλια, θα τον στείρωναν κι αν ήταν τυχερός θα τον υιοθετούσε κάποιος διαφορετικά θα τον γύριζαν στο μέρος απ' όπου τον μάζεψαν. “Φίλε να κάνεις το σταυρό σου να βρεθεί κάποιος να σε υιοθετήσει γιατί διαφορετικά...”.
“Διαφορετικά τί;” ρώτησε το σκυλάκι με αγωνία. “Διαφορετικά θα πεθάνεις μόνος σου στους δρόμους χωρίς να μάθει κανείς ότι υπήρξες”, είπε ο άλλος και πήγε στην άλλη άκρη του κλουβιού.
Δεν ήθελε να τον πιστέψει. Δεν μπορεί να μην υπάρχει λίγη αγάπη και γι αυτόν στον κόσμο. Κι όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως του τα είπε ο άλλος. Ο σκυλάκος έμεινε στα “αζήτητα” και στη συνέχεια μια μέρα κατέληξε πίσω στους δρόμους. Μόνος, φοβισμένος και πεινασμένος. Τον κυνηγούσαν κι αναγκάστηκε να κρύβεται σε οικοδομές, εκεί έπεσε στο τσιμέντο και είχε ένα έγκαυμα στην κοιλίτσα του που τον πονούσε.
Πεινασμένος, παγωμένος απ' το κρύο και πονώντας βγήκε μια μέρα του Δεκέμβρη στο δρόμο να ψάξει στα σκουπίδια μήπως και βρει κάτι να φάει. Έκανε κρύο και πεινούσε πολύ. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Δεν ήξερε τί ακριβώς ήταν αυτό, γιατί δεν είχε ξαναζήσει γιορτές, δεν είχε συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Καθώς έψαχνε για κάτι φαγώσιμο βρήκε μια ευγενική κυρία στο δρόμο που του έδωσε κάτι να φάει. Η καρδιά του αναπήδησε. Σε λίγο έφτασε κι άλλη μια κυρία τον χάϊδεψε και του έδωσε κι αυτή φαγητό.
Μόλις είδε τη δεύτερη κυρία αμέσως σκέφτηκε “εσύ θα γίνεις η μαμά μου! Σε παρακαλώ!” κι άρχισε να της κάνει νάζια και παιχνίδια. Οι δύο κυρίες όμως έφυγαν και τον άφησαν μόνο του. “Σε παρακαλώ μην μ' αφήνεις μόνο” φώναξε. Η ώρα πέρασε, αλλά καμιά από τις δύο γυναίκες δεν φαινόταν. “Σε παρακαλώ έλα να με πάρεις” ξαναφώναξε! Απάντηση καμιά, αλλά δεν έφυγε έμεινε εκεί και περίμενε. Βαθειά μέσα στην καρδιά του πίστευε ότι όπου νάναι θα γυρίσουν και θα τον πάρουν. Κουλουριάστηκε σε ένα παλιό στρώμα που βρήκε πεταμένο και περίμενε!
Ξαφνικά εμφανίστηκαν οι δύο κυρίες κι αυτή που είχε διαλέξει για μαμά του του έκανε νόημα “έλα μαζί μας”. Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα! Τρέχοντας έτρεξε πίσω τους. Μπήκαν μέσα στο σπίτι. Ω! Τί γλυκειά ζέστη και μύριζε φαγητό! Τον έπλυναν, του καθάρισαν την πληγή και την περιποιήθηκαν πρόχειρα. Του έδωσαν φαγητό και τον έβαλαν να κοιμηθεί σε μια μαλακή μαξιλάρα. Πόσο ωραία είναι να κοιμάσαι χωρίς να κρυώνεις, με γεμάτο στομάχι και στα ζεστά!
Το πρωϊ του έβαλαν ένα ωραίο λουρί, τον είδε ο γιατρός και το κυριότερο του έδωσαν όνομα! Τον είπαν Πίππιν! Λίγες ώρες μετά οι δύο κυρίες πήραν τα “προικιά” του και τον ίδιο και βγήκαν απ' το σπίτι. “Αμάν που πάμε;” αναρωτήθηκε, αλλά λίγα λεπτά αργότερα έμαθε. Μπήκαν σ' ένα σπίτι όπου υπήρχε ένα ψηλό αγόρι κι ένα μαύρο σκυλάκι.
Ο Πίππιν πλησίασε με σκυμένο κεφάλι και το άλλο σκυλάκι τον πλησίασε, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη μύτη και του είπε : “καλωσόρισες μικρέ! Με λένε Χουάν. Ο ψηλός άνθρωπος είναι ο μεγάλος μου αδελφός κι εσύ θα είσαι ο μικρότερος!” “Με λένε Πίππιν και με βρήκαν χθες το βράδυ στο δρόμο”, απάντησε ο μικρός.
“Μην ανησυχείς και μένα απ' το δρόμο με μάζεψαν. Εδώ είναι καλά! Χάδια, αγάπη, φαγητό και βόλτες”
Πραγματικά το σπίτι και η οικογένεια ήταν όπως τα είπε ο Χουάν. Έβλεπαν τακτικά και τη Λίζα, την τετράποδη αγαπημένη του Χουάν, αλλά και τη μαμά της. Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που μια μέρα ο Πίππιν αρρώστησε. Οι εξετάσεις είπαν ότι ήταν πολύ πολύ άρρωστος. Ο μεγαλύτερος κλέφτης όλων των εποχών ξαφνικά δεν είχε όρεξη για φαγητό. Η γιατρός είπε ότι η κατάσταση είναι σοβαρή θα χρειαστεί πολλή φροντίδα, ειδική τροφή και θεραπείες. “Δεν με νοιάζει τίποτε. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει και θα του χαρίσουμε αγάπη για όσο καιρό είναι μαζί μας”, είπε η μαμά και αμέσως συμφώνησαν ο μεγάλος αδελφός και ο Χουάν. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός του έδιναν φαγητό πολλές φορές την ημέρα, τα φάρμακά του στην ώρα τους και ο Χουάν τον κρατούσε αγκαλιά και τον παρηγορούσε όταν αισθανόταν άσχημα. “Σε παρακαλώ κάνε κουράγιο” του έλεγε η μαμά και τον χάϊδευε. “Γρήγορα φάε το φαϊ σου” του έλεγε ο Χουάν και του έδινε φιλάκια. Ο καιρός πέρασε και ο Πίππιν καλυτέρεψε. Ωστόσο, η οικογένεια ήξερε ότι η κατάστασή του ήταν σοβαρή. Είχαν πρόβλημα τα νεφρά, είπε η γιατρός
. “Θα τον φροντίσουμε μέχρι το τέλος”, έλεγε η οικογένεια.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια που ο Πίππιν έζησε με την οικογένειά του, αλλά η ασθένεια ήταν πιο δυνατή απ΄αυτόν. Γνωστοί γιατροί που τον εξέτασαν έλεγαν ότι ήταν ένα θαύμα που ζει! “Η αγάπη κάνει θαύματα”, είχε πει στη μαμά ένας από τους γιατρούς στους οποίους τον πήγε και ήταν ειδικός για τις βαρειές ασθένειες. “Το ξέρω ότι δεν θα τον έχω για πολύ μαζί μου”, του απάντησε η μαμά, “αλλά θέλω να φύγει κοντά μας και χωρίς φόβο. Στο σπίτι του, κοντά μας”.
Έφτασε το φθινόπωρο. Ο Πίππιν πάλι δεν αισθανόταν καλά. Οι θεραπείες, οι οροί, τα φάρμακα δεν απέδιδαν. “Έρχεται το τέλος” είπε στη μαμά ο γιατρός. “Θα φύγει όταν έρθει η ώρα, στο σπίτι του”, απάντησε η μαμά.
Ξέχασα να σας πω ότι η οικογένεια είχε αποκτήσει άλλα δύο μέλη τον Άρη και τον Όλιβερ και δύο νέους φίλους στο νέο τους σπίτι τον Κανέλλο και τον Μαυρούλη. Κάθε μέρα έπαιζαν όλοι μαζί εκτός από τον Άρη, ο οποίος μάλωνε με όλους. Ο Πίππιν άρχισε να μην μπορεί να περπατήσει καλά. Τότε ερχόταν ο Χουάν και τον σήκωνε για να τον βγάλει έξω και η μαμά τον έπαιρνε αγκαλιά και τον έβγαζε στα μέρη που πήγαιναν βόλτες όταν ήταν καλά. Κάθε μέρα ερχόταν ο γιατρός. Είχε μάθει στη μαμά να κάνει ορό στον Πίππιν για να μπορούν να λειτουργούν τα νεφρά του. Κάθε μέρα η μαμά τον σκέπαζε με την κουβερτούλα του, τον έπαιρνε αγκαλιά και τον πήγαινε στα μέρη που πριν λίγους μήνες του άρεσε να τρέχει και να μυρίζει. Ποτέ δεν έμεινε μόνος του. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός του τον πρόσεχαν με βάρδιες! Μέχρι που έφτασε η 3η Νοέμβρη. Κι εκείνο το πρωϊ τον είδε ο γιατρός. “Φεύγει δυστυχώς” είπε στη μαμά. Εκείνη τον πήρε αγκαλιά και τον έβγαλε για λίγο έξω μια μικρή βόλτα. Η τελευταία.
Γύρισαν στο σπίτι του έστρωσε στο παγκάκι που του άρεσε να ξαπλώνει. Τον σκέπασε και κάθισε δίπλα του. Τον χάϊδευε, του έδινε φιλάκια και του έλεγε να μην φοβάται. Κοντά του κι ο καλός αδελφός του, ο Χουάν κι ο νεώτερος ο Όλιβερ. “Σ' ευχαριστούμε που μας αγαπάς” του είπε η μαμά, τον σήκωσε απαλά και τον πήγε μέσα στο σπίτι. Ένα δάκρυ έτρεξε. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη μαμά που κρατούσε τον Πίππιν στην αγκαλιά της. Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω στην καρδιά της. Της έδωσε ένα μικρό φιλάκι! Τους κοίταξε όλους. “Σας αγαπώ”, τους είπε με τα μάτια. ΄Ενας αναστεναγμός! “Σ' ευχαριστούμε που μας αγαπάς. Σ' αγαπάμε Πίππιν”, είπε η μαμά. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε. Ο Πίππιν “πέταξε” στον ουρανό. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός αποφάσισαν να κρατήσουν τον Πίππιν μαζί τους, στην αυλή! Εκεί “κοιμάται” το κορμάκι του.
Θα με ρωτήσετε πού την ξέρω αυτή την ιστορία; Σας βεβαιώνω ότι είναι πέρα για πέρα αληθινή!
Εγώ είμαι ο Πίππιν και σήμερα θέλω να πω στη μαμά μου, πώς όλα όσα πιστεύει για το μέρος όπου πηγαίνουν όσοι αγαπιούνται είναι αλήθεια.
Εκεί είμαι κι εγώ, μαζί με το Βιέχο, τη Λίζα, το Σνούπη, τον Όλιβερ, τη Μισέλ, το φίλο μου τον Κανέλλο που πριν, περίπου, ένα μήνα τον σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Εκεί, λοιπόν, στον πιο ψηλό βράχο έχουμε φτιάξει ένα σπίτι και περιμένουμε να έρθει η ώρα, που θα μαζευτεί όλη η οικογένεια.
Μαμά, για να με βρεις έχω ανάψει μια φωτιά στον ουρανό! Μέχρι τότε, όμως, να θυμάσαι ότι ούτε η απόσταση, ούτε ο θάνατος μπορεί να νικήσει την αγάπη! Να προσέχεις τον εαυτό σου και τα αδέλφια μου! Μέχρι να ξανασυναντηθούμε να θυμάστε ότι “πεθαίνει μόνον όποιος ξεχνάμε! Σας αγαπώ!
Ο Πίππιν σας!

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Η αγαπημένη κορυφή


Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που η Γη κι Ουρανός ήταν ένα και στην πλάση ταξίδευαν μόνον οι θεοί, πολύ πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, ζούσε ο θεός Σινόχ με τους γιους και τις θυγατέρες του.

Ήταν η εποχή που οι θεοί δεν φρόντιζαν να καλύπτουν την περπατησιά τους.

Οι σχέσεις των θεών με τους ανθρώπους πάντα ήταν παράξενες. Αν και οι θεοί αποκάλυψαν πολλά από τα μυστικά τους στους ανθρώπους, όμως, ουδέποτε θέλησαν να εξηγήσουν γιατί εκείνη την πρώτη, την σκοτεινή -όπως την έλεγαν- εποχή ταξίδευαν χωρίς να κρύβονται, ενώ στη συνέχεια στην εποχή του τέταρτου ήλιου και του τέταρτου ανέμου, καλύπτουν επιμελώς τα ίχνη τους. Επίσης, παραμένει ανεξήγητο, γιατί οι θεοί στην εποχή του τέταρτου ήλιου και του τέταρτου ανέμου κρύφτηκαν ή, μπορεί να έφυγαν, ή να μεταμορφώθηκαν σε πέτρες όπως λέει ένας παλιός ινδιάνικος μύθος, ωστόσο, δεν έσβησαν τελείως τα ίχνη τους. Ίσως επειδή οι άνθρωποι ξέχασαν την αλήθεια, δεν θυμούνται πια κσι επομένως δεν μπορούν να δουν τους θεούς!

Τότε, λοιπόν, στα σκοτεινά χρόνια, ο θεός Σινόχ με την οικογένειά του είχε επιλέξει να ζει πάνω στη Γη. Ο πιο γνωστός, θαρραλέος και αγαπημένος από τους γιούς του ήταν ο Ναγκάχ, που σημαίνει πρόβατο στο βουνό. Ο θεός είχε επιλέξει αυτό το όνομα για τον ατρόμητο γιό του, γιατί του άρεσε να περπατά στα βουνά και να κατακτά τις κορυφές τους. Ο Σινόχ ήταν πολύ περήφανος για τον γιό του τον Ναγκάχ που δεν τον ενδιέφερε η καλοπέραση, αλλά προτιμούσε το κυνήγι, τα δέντρα και την κατάκτηση των κορυφών. Για να δείξει την αγάπη του στο Ναγκάχ, που πολλοί επιμένουν ότι ήταν ο πρωτότοκος, ο Σινόχ του χάρισε δύο μεγάλα σκουλαρίκια που τον έκαναν να φαίνεται ακόμη ομορφότερος.

Ο νεαρός Ναγκάχ σπάνια βρισκόταν στο παλάτι του πατέρα του. Έτρεχε σε Γη και Ουρανό προσπαθώντας να ανακαλύψει και να κατακτήσει νέες κορυφές. Μια μέρα, λοιπόν, όπως λένε όσοι θυμούνται, ανακάλυψε ένα βουνό και άρχισε να το εξερευνά. Εντόπισε, λοιπόν, μια πλαγιά του, κι άρχισε να την ανεβαίνει αποφασισμένος να φτάσει ως την κορυφή.

Η πλαγιά αυτή, όμως, ήταν και η δυσκολότερη που είχε ανέβει ως τότε. Δεν είχε πουθενά κάτι για να πιαστεί. Αυτό τον έκανε να πεισμώσει ακόμη περισσότερο και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει όλο και πιο ψηλά. Γλίστρισε πολλές φορές και τα χέρια του μάτωσαν, όμως, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια, ώσπου μετά από ώρες, ίσως και μέρες, κατάφερε να εντοπίσει μια σχισμή στο βράχο, απ' όπου πιάστηκε και άρχισε να ανεβαίνει.

Η πλευρά αυτή του βουνού ήταν πολύ σκοτεινή. ΄Ωρες, ίσως και μέρες, να ακολοθούσε τη σχισμή, μέχρι που κάποια στιγμή ψηλά, πολύ ψηλά διέκρινε λίγο φως. Γεμάτος χαρά άρχισε να ανεβαίνει ευκολότερα γιατί κατάλαβε ότι πλησίαζε στην κορυφή.

Πράγματι, λοιπόν, κάποια στιγμή έφτασε στην κορυφή. Στάθηκε υπερήφανος και κοίταξε γύρω του. Έβλεπε μόνον ουρανό. Κοιτάζοντας καλύτερα συνειδητοποίησε ότι στεκόταν σε μια κορυφή τόσο μικρή και γλιστερή που ούτε μπορούσε να κουνηθεί, ούτε μπορούσε να κατέβει.

Ήταν καταδικασμένος να μείνει για πάντα εκεί, αν ο Μεγάλος Δημιουργός δεν τον λυπόταν και δεν τελείωνε τις μέρες του. Πριν, όμως, η λύπη σκεπάσει την ψυχή του σκέφτηκε ότι τί σημασία είχε αν θα έμενε για πάντα εκεί, αφού κατάφερε να πετύχει τον σκοπό του. Ας έμενε εδώ αιωνίως, αφού κατάφερε να κατακτήσει την αγαπημένη του κορυφή.

Τότε ο πατέρας του τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε ένα λαμπρό αστέρι. Το Άστρο του Βορρά, που μένει ακίνητο πάνω από την αγαπημένη του, την τελευταία, κορυφή που κατέκτησε Σιγά-σιγά έγινε θρύλος και την εποχή του Τέταρτου Ήλιου και του Τέταρτου Ανέμου παραμένει εκεί ακίνητος. Από τότε όποιος κοιτά τον Ουρανό το βράδυ μπορεί να αντικρύσει το αστέρι που το ονόμασαν Σταθερό, γιατί όλη τη νύχτα δεν αλλάζει θέση στον Ουρανό, ή Πολικό ή το Άστρο του Βορρά, χωρίς να υποψιάζεται ότι κοιτά τα λαμπερά μάτια του Ναγκάχ, γιού του Σινόχ, που δεν δίστασε να κατακτήσει την αγαπημένη του κορυφή...

(Ινδιάνικο παραμύθι)

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Η 9η Οκτωβρίου


«...Να θυμάσαι πως έχουμε ακόμα μπροστά μας πολλά χρόνια αγώνα. Όταν γίνεις μεγάλη, θα πρέπει κι εσύ να πάρεις μέρος. Στο μεταξύ πρέπει να ετοιμάζεσαι, να είσαι επαναστάτρια, πράγμα που στην ηλικία σου σημαίνει πως πρέπει να μάθεις πολλά, όσα γίνεται περισσότερα και να είσαι έτοιμη να υπερασπίζεσαι τις δίκαιες υποθέσεις...»

(απόσπασμα από το γράμμα του Τσε στην κόρη του Χίλντα στα 10 γεννέθλιά της τον Φλεβάρη του 66)