Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ


Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που ζούσε σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής. Έμοιαζε σαν όλα τα αγόρια της ηλικίας του. Πίστευε ότι ποτέ δεν θα το πλησίαζε ο θάνατος, ότι μπορούσε να τα κάνει όλα και ήθελε να τα μάθει όλα.

Το αγόρι ζούσε σ' ένα πολύ μικρό χωριό, όπου οι άνθρωποι ελάχιστα γνώριζαν για τα “θαύματα της τεχνολογίας”. Ήταν ζήτημα αν περνούσε απ' το χωριό του μια φορά το χρόνο αυτοκίνητο. Όλες οι δουλειές γινόταν με ζώα και με κάρα. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και οι γονείς του δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο. Ο πατέρας του ήξερε ό,τι είχε μάθει από τον πατέρα του και απ' τον παππού του και φυσικά τη ζωή τους καθόριζαν τα ιερά βιβλία. Ο πατέρας του το μόνο που μπορούσε να του μάθει ήταν η δουλειά του και όσα έλεγαν τα ιερά βιβλία της πίστης του.

Μια μέρα το αγόρι γύρισε από το σχολείο ξαναμμένο και ενθουσιασμένο. Ο πατέρας του το κοίταξε και το ρώτησε τί του είχε συμβεί.

-Πατέρα, καλέ μου πατέρα συνέβη κάτι συγκλονιστικό, ανεπανάληπτο, μαγικό!

-Σ' ακούω, του είπε ο πατέρας του, αλλά να μην μας πάρει το βράδυ γιατί έχουμε ένα σωρό δουλειές να κάνουμε!

-Πατέρα μου, οι αμερικανοί έστειλαν ένα διαστημόπλοιο στον ουρανό κι ένας άνθρωπος, ένας αστροναύτης, πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι!

-Δε ντρέπεσαι να ξεστομίζεις τέτοια ψέματα; ρώτησε ο πατέρας του κοιτώντας το μικρό αγόρι κατάματα με ένα βλέμμα παγωμένο. -Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να πατήσει πάνω στο φωτεινό πρόσωπο του Θεού, συνέχισε. -Δεν αμάρτησες μόνο επειδή τόλμησες να πεις σε μένα ένα τέτοιο ψέμα, αλλά και ενώπιον του Θεού. Ζήτα αμέσως συγγνώμη από μένα και στη συνέχεια προσευχήσου για να σε συγχωρήσει ο Θεός. Ο πατέρας ήταν κατηγορηματικός. Αυτά ήταν τα λόγια του, αφού αυτά πίστευε.

Το αγόρι κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του και πατώντας τα πόδια του στέρεα στο έδαφος είπε: -Πατέρα δε λέω ψέματα. Ο δάσκαλος, μας το είπε στο σχολείο. Οι αμερικανοί έδειξαν και φωτογραφίες του αστροναύτη. Τις έχει δει όλος ο κόσμος! Επέμενε.

-Ντροπή σου, φώναξε ο πατέρας. Λέγοντάς μου πιο πολλά ψέματα δεν κάνουν αλήθεια το αρχικό σου ψέμα. Πάψε να ντροπιάζεις το σπίτι μας και να γεμίζεις φόβο την καρδιά μου. Πάρε πίσω αμέσως τα ψέματά σου γιέ μου, τώρα αμέσως. -Πατέρα δε λέω ψέματα. Ο άνθρωπος περπάτησε στο φεγγάρι και μπορώ να στο αποδείξω, φώναξε το αγόρι.

Αυτό ήταν ο χωρικός δεν μπορούσε να ακούει άλλο το παιδί του, άρπαξε ένα ξύλο, το σήκωσε ψηλά στον ουρανό και φώναξε: -Παντοδύναμε Θεέ, σε ικετεύω κάνε ο γιός μου να καταλάβει το λάθος του. Μετά άρχισε να χτυπά το αγόρι, όπως ακριβώς έκανε ο πατέρας του στον ίδιο όταν έκανε κάποιο λάθος. Συνέχισε να το χτυπά μέχρι που το αγόρι άρχισε να κλαίει δυνατά. Η τιμωρία σταμάτησε όταν ο πατέρας δεν μπορούσε πια ν΄ακούει τις φωνές του παιδιού του.

Μετά ο πατέρας άπλωσε το χέρι του, για να το φιλήσει το αγόρι, σύμφωνα με το παλιό έθιμο του σεβασμού του γιου προς τον πατέρα. Η καρδιά, όμως, του αγοριού ήταν κρύα και το ίδιο παρέμειναν και τα χείλη του.

Τις επόμενες ημέρες το αγόρι δεν πήγε στο σχολείο. Όταν ξανακάθισε στο θρανίο του, ο δάσκαλος το ρώτησε για το λόγο της απουσίας του και το αγόρι του απάντησε -Δάσκαλε ο πατέρας μου λέει ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να περπατήσει στο φεγγάρι. Το φεγγάρι, λέει, είναι το άγιο φως από το πρόσωπο του Θεού και είναι αμαρτία να λέμε τέτοια πράγματα και μάλιστα εγώ που του τα είπα δεν θα περάσω την πόρτα του Παραδείσου. Ο δάσκαλος κοίταξε με λύπη τα δακρυσμένα μάτια του αγοριού και το ρώτησε: -Τί άλλο είπε ο πατέρας σου; -Τίποτε, είπε το αγόρι, με τιμώρησε και με έβαλε να προσευχηθώ στο Θεό, για να με συγχωρήσει για την βλαστήμια που ξεστόμισα. Όμως όταν προσευχόμουν στο Θεό είπα κάτι τρομερό. Είπα ότι δεν αγαπάω τον πατέρα μου, είπε το αγόρι και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο δάσκαλος το άφησε να κλάψει μέχρι να ηρεμήσει η καρδιά του.

Σε λίγο το αγόρι σήκωσε το χέρι του και ρώτησε το δάσκαλο :-Πες μου δάσκαλε υπάρχει περίπτπωση στον ουρανό να βρίσκονται κι άλλα φεγγάρια;

Ο δάσκαλος στην αρχή ξαφνιάστηκε, αλλά στη συνέχεια χαμογέλασε και απάντησε: -Υπάρχει μόνο ένα φεγγάρι που γυρίζει γύρω από τη Γη μας. Όμως αυτό το φεγγάρι είναι διαφορετικό για κάθε άνθρωπο που το βλέπει. Κάποιος που ποτέ δεν κοιτάζει ψηλά, δεν θα το δει ποτέ. Γι' αυτόν το φεγγάρι δεν υπάρχει! Κάποιος άλλος, που το θαυμάζει μόνο όταν έχει πανσέληνο, νομίζει ότι το φεγγάρι είναι ένας ασημένιος δίσκος. Αν ένας άλλος το βλέπει καθώς ανατέλλει ανάμεσα από τα χρυσαφένια σπαρτά, θα το νομίζει μια χρυσή μπάλα. Κι ένας άλλος, ίσως μελετά το φεγγάρι με το τηλεσκόπιο. Γι' αυτόν το φεγγάρι δεν είναι παρά βουνά, κρατήρες και παντέρημες κοιλάδες σκεπασμένες με το παχύ στρώμα της φεγγαρόσκονης. Γι' αυτό η απάντηση στην ερώτησή σου είναι και ναι και όχι. Γιατί στη πραγματικότητα το φεγγάρι είναι όλα αυτά τα πράγματα μαζί.
Ναι και όχι; Πως μπορούσε κάτι να είναι και να μην είναι; Δ
εν πρέπει τα πράγματα ή να είναι ή να μην είναι; Το αγόρι έμεινε ξάγρυπνο νύχτες πολλές, κοιτάζοντας από το παράθυρό του το φεγγάρι και παρατηρώντας το να διασχίσει τον ουρανό.

Μια νύχτα ο πατέρας του το είδε να ξαγρυπνά και το ρώτησε: -Γιατί δεν κοιμάσαι; Πήγαινε γρήγορα στο κρεβάτι σου! Το αγόρι δεν σάλεψε καθόλου και ρώτησε τον πατέρα του: -Πες μου πατέρα. Όταν κοιτάς το φεγγάρι τί βλέπεις; Ο πατέρας κάθισε δίπλα στο γιό του και κοίταξε τον ουρανό. -Βλέπω την αντανάκλαση του άγιου προσώπου του Θεού. Βλέπω τόση ομορφιά, που μόνον ο Θεός μπορεί να φτιάξει και τέτοιο μεγαλείο που κανείς δεν μπορεί να σπιλώσει. Βλέπω ελπίδα για την ψυχή μου και για την ψυχή του γιού μου, κι ας έκανε λάθος και μπέρδεψε με το φεγγάρι με έναν βράχο πάνω στον οποίον μπορείς να σκαρφαλώσεις. Με την άκρη του ματιού του το αγόρι κοίταζε το πρόσωπο του πατέρου και τότε είδε στα μάτια του να λάμπουν δυό σταγόνες στο φως του φεγγαριού. Ποτέ άλλωτε δεν είχει δει τον πατέρα του έτσι. Κοίταζε τόσο επίμονα το πρόσωπο του πατέρα του, μέχρι που είδε το φεγγάρι μέσα από τα μάτια του. Είδε το λαμπερό πρόσωπο του Θεού. Το φεγγάρι πια φώτιζε πιο πολύ κι απ' τον ήλιο.

Στο τέλος το αγόρι ψιθύρισε: -Πατέρα, σε παρακαλώ άκουσέ με και μη μου θυμώσεις. Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, ούτε θέλω να νιώσω ότι είμαι ανάξιος της αγάπης σου. Νομίζω ότι έκανες λάθος που με τιμώρησες, γιατί έτσι μ' έκανες να κλείσω σφιχτά τα μάτια μου. Και πώς να δω την αλήθεια με τα μάτια μου σφραγισμένα; Μόνο τώρα που νιώθω πάλι κοντά σου μπορώ να δω και μάθω περισσότερα.
Το αγόρι πήρε το χέρι του πατέρα του και το φίλησε με σεβασμό.
-Τι σημαίνουν αυτά; ρώτησε ο πατέρας. -Τι έγινε και ο γιος μου νομίζει ότι μπορεί να πει στον πατέρα του τί είναι λάθος και τί είναι σωστό; -Μόνο αυτό, απάντησε το αγόρι, το αποψινό βράδυ -που θα το θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή- μπόρεσα και είδα τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου. Και έτσι, αν και είναι αλήθεια ότι ένας άνθρωπος περπάτησε πάνω σ' ένα μακρινό βράχο, είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς άνθρωπος δεν περπάτησε ποτέ στο φεγγάρι του πατέρα μου!





Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Μια αληθινή ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε ένα σκυλάκι, που πολύ γρήγορα το πήραν από τη μαμά του και το πέταξαν στο δρόμο. Μόνο, φοβισμένο, πεινασμένο παρακαλούσε να βρεθεί κάποιος να του δώσει λίγο φαγάκι, λίγο νερό κι ένα χάδι. Τίποτε όμως! 'Οσο κι αν προσευχόταν δεν βρισκόταν κάποια ευγενική ψυχή να το προσέξει.
Μια μέρα, ήρθαν κάποιοι άνθρωποι με ένα αυτοκίνητο και το μάζεψαν, το πήγαν σε ένα μέρος που υπήρχαν κι άλλα σκυλάκια που ζούσαν μέσα σε κλουβιά. Όπως έμαθε από ένα μικρό που βρισκόταν στο διπλανό κλουβί εκεί ήταν το κυνοκομείο του Δήμου, δηλαδή να μην περίμενε και πολλά γιατί θα του έδιναν φαγητό, θα του έκαναν εμβόλια, θα τον στείρωναν κι αν ήταν τυχερός θα τον υιοθετούσε κάποιος διαφορετικά θα τον γύριζαν στο μέρος απ' όπου τον μάζεψαν. “Φίλε να κάνεις το σταυρό σου να βρεθεί κάποιος να σε υιοθετήσει γιατί διαφορετικά...”.
“Διαφορετικά τί;” ρώτησε το σκυλάκι με αγωνία. “Διαφορετικά θα πεθάνεις μόνος σου στους δρόμους χωρίς να μάθει κανείς ότι υπήρξες”, είπε ο άλλος και πήγε στην άλλη άκρη του κλουβιού.
Δεν ήθελε να τον πιστέψει. Δεν μπορεί να μην υπάρχει λίγη αγάπη και γι αυτόν στον κόσμο. Κι όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως του τα είπε ο άλλος. Ο σκυλάκος έμεινε στα “αζήτητα” και στη συνέχεια μια μέρα κατέληξε πίσω στους δρόμους. Μόνος, φοβισμένος και πεινασμένος. Τον κυνηγούσαν κι αναγκάστηκε να κρύβεται σε οικοδομές, εκεί έπεσε στο τσιμέντο και είχε ένα έγκαυμα στην κοιλίτσα του που τον πονούσε.
Πεινασμένος, παγωμένος απ' το κρύο και πονώντας βγήκε μια μέρα του Δεκέμβρη στο δρόμο να ψάξει στα σκουπίδια μήπως και βρει κάτι να φάει. Έκανε κρύο και πεινούσε πολύ. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Δεν ήξερε τί ακριβώς ήταν αυτό, γιατί δεν είχε ξαναζήσει γιορτές, δεν είχε συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Καθώς έψαχνε για κάτι φαγώσιμο βρήκε μια ευγενική κυρία στο δρόμο που του έδωσε κάτι να φάει. Η καρδιά του αναπήδησε. Σε λίγο έφτασε κι άλλη μια κυρία τον χάϊδεψε και του έδωσε κι αυτή φαγητό.
Μόλις είδε τη δεύτερη κυρία αμέσως σκέφτηκε “εσύ θα γίνεις η μαμά μου! Σε παρακαλώ!” κι άρχισε να της κάνει νάζια και παιχνίδια. Οι δύο κυρίες όμως έφυγαν και τον άφησαν μόνο του. “Σε παρακαλώ μην μ' αφήνεις μόνο” φώναξε. Η ώρα πέρασε, αλλά καμιά από τις δύο γυναίκες δεν φαινόταν. “Σε παρακαλώ έλα να με πάρεις” ξαναφώναξε! Απάντηση καμιά, αλλά δεν έφυγε έμεινε εκεί και περίμενε. Βαθειά μέσα στην καρδιά του πίστευε ότι όπου νάναι θα γυρίσουν και θα τον πάρουν. Κουλουριάστηκε σε ένα παλιό στρώμα που βρήκε πεταμένο και περίμενε!
Ξαφνικά εμφανίστηκαν οι δύο κυρίες κι αυτή που είχε διαλέξει για μαμά του του έκανε νόημα “έλα μαζί μας”. Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα! Τρέχοντας έτρεξε πίσω τους. Μπήκαν μέσα στο σπίτι. Ω! Τί γλυκειά ζέστη και μύριζε φαγητό! Τον έπλυναν, του καθάρισαν την πληγή και την περιποιήθηκαν πρόχειρα. Του έδωσαν φαγητό και τον έβαλαν να κοιμηθεί σε μια μαλακή μαξιλάρα. Πόσο ωραία είναι να κοιμάσαι χωρίς να κρυώνεις, με γεμάτο στομάχι και στα ζεστά!
Το πρωϊ του έβαλαν ένα ωραίο λουρί, τον είδε ο γιατρός και το κυριότερο του έδωσαν όνομα! Τον είπαν Πίππιν! Λίγες ώρες μετά οι δύο κυρίες πήραν τα “προικιά” του και τον ίδιο και βγήκαν απ' το σπίτι. “Αμάν που πάμε;” αναρωτήθηκε, αλλά λίγα λεπτά αργότερα έμαθε. Μπήκαν σ' ένα σπίτι όπου υπήρχε ένα ψηλό αγόρι κι ένα μαύρο σκυλάκι.
Ο Πίππιν πλησίασε με σκυμένο κεφάλι και το άλλο σκυλάκι τον πλησίασε, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη μύτη και του είπε : “καλωσόρισες μικρέ! Με λένε Χουάν. Ο ψηλός άνθρωπος είναι ο μεγάλος μου αδελφός κι εσύ θα είσαι ο μικρότερος!” “Με λένε Πίππιν και με βρήκαν χθες το βράδυ στο δρόμο”, απάντησε ο μικρός.
“Μην ανησυχείς και μένα απ' το δρόμο με μάζεψαν. Εδώ είναι καλά! Χάδια, αγάπη, φαγητό και βόλτες”
Πραγματικά το σπίτι και η οικογένεια ήταν όπως τα είπε ο Χουάν. Έβλεπαν τακτικά και τη Λίζα, την τετράποδη αγαπημένη του Χουάν, αλλά και τη μαμά της. Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που μια μέρα ο Πίππιν αρρώστησε. Οι εξετάσεις είπαν ότι ήταν πολύ πολύ άρρωστος. Ο μεγαλύτερος κλέφτης όλων των εποχών ξαφνικά δεν είχε όρεξη για φαγητό. Η γιατρός είπε ότι η κατάσταση είναι σοβαρή θα χρειαστεί πολλή φροντίδα, ειδική τροφή και θεραπείες. “Δεν με νοιάζει τίποτε. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει και θα του χαρίσουμε αγάπη για όσο καιρό είναι μαζί μας”, είπε η μαμά και αμέσως συμφώνησαν ο μεγάλος αδελφός και ο Χουάν. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός του έδιναν φαγητό πολλές φορές την ημέρα, τα φάρμακά του στην ώρα τους και ο Χουάν τον κρατούσε αγκαλιά και τον παρηγορούσε όταν αισθανόταν άσχημα. “Σε παρακαλώ κάνε κουράγιο” του έλεγε η μαμά και τον χάϊδευε. “Γρήγορα φάε το φαϊ σου” του έλεγε ο Χουάν και του έδινε φιλάκια. Ο καιρός πέρασε και ο Πίππιν καλυτέρεψε. Ωστόσο, η οικογένεια ήξερε ότι η κατάστασή του ήταν σοβαρή. Είχαν πρόβλημα τα νεφρά, είπε η γιατρός
. “Θα τον φροντίσουμε μέχρι το τέλος”, έλεγε η οικογένεια.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια που ο Πίππιν έζησε με την οικογένειά του, αλλά η ασθένεια ήταν πιο δυνατή απ΄αυτόν. Γνωστοί γιατροί που τον εξέτασαν έλεγαν ότι ήταν ένα θαύμα που ζει! “Η αγάπη κάνει θαύματα”, είχε πει στη μαμά ένας από τους γιατρούς στους οποίους τον πήγε και ήταν ειδικός για τις βαρειές ασθένειες. “Το ξέρω ότι δεν θα τον έχω για πολύ μαζί μου”, του απάντησε η μαμά, “αλλά θέλω να φύγει κοντά μας και χωρίς φόβο. Στο σπίτι του, κοντά μας”.
Έφτασε το φθινόπωρο. Ο Πίππιν πάλι δεν αισθανόταν καλά. Οι θεραπείες, οι οροί, τα φάρμακα δεν απέδιδαν. “Έρχεται το τέλος” είπε στη μαμά ο γιατρός. “Θα φύγει όταν έρθει η ώρα, στο σπίτι του”, απάντησε η μαμά.
Ξέχασα να σας πω ότι η οικογένεια είχε αποκτήσει άλλα δύο μέλη τον Άρη και τον Όλιβερ και δύο νέους φίλους στο νέο τους σπίτι τον Κανέλλο και τον Μαυρούλη. Κάθε μέρα έπαιζαν όλοι μαζί εκτός από τον Άρη, ο οποίος μάλωνε με όλους. Ο Πίππιν άρχισε να μην μπορεί να περπατήσει καλά. Τότε ερχόταν ο Χουάν και τον σήκωνε για να τον βγάλει έξω και η μαμά τον έπαιρνε αγκαλιά και τον έβγαζε στα μέρη που πήγαιναν βόλτες όταν ήταν καλά. Κάθε μέρα ερχόταν ο γιατρός. Είχε μάθει στη μαμά να κάνει ορό στον Πίππιν για να μπορούν να λειτουργούν τα νεφρά του. Κάθε μέρα η μαμά τον σκέπαζε με την κουβερτούλα του, τον έπαιρνε αγκαλιά και τον πήγαινε στα μέρη που πριν λίγους μήνες του άρεσε να τρέχει και να μυρίζει. Ποτέ δεν έμεινε μόνος του. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός του τον πρόσεχαν με βάρδιες! Μέχρι που έφτασε η 3η Νοέμβρη. Κι εκείνο το πρωϊ τον είδε ο γιατρός. “Φεύγει δυστυχώς” είπε στη μαμά. Εκείνη τον πήρε αγκαλιά και τον έβγαλε για λίγο έξω μια μικρή βόλτα. Η τελευταία.
Γύρισαν στο σπίτι του έστρωσε στο παγκάκι που του άρεσε να ξαπλώνει. Τον σκέπασε και κάθισε δίπλα του. Τον χάϊδευε, του έδινε φιλάκια και του έλεγε να μην φοβάται. Κοντά του κι ο καλός αδελφός του, ο Χουάν κι ο νεώτερος ο Όλιβερ. “Σ' ευχαριστούμε που μας αγαπάς” του είπε η μαμά, τον σήκωσε απαλά και τον πήγε μέσα στο σπίτι. Ένα δάκρυ έτρεξε. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη μαμά που κρατούσε τον Πίππιν στην αγκαλιά της. Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω στην καρδιά της. Της έδωσε ένα μικρό φιλάκι! Τους κοίταξε όλους. “Σας αγαπώ”, τους είπε με τα μάτια. ΄Ενας αναστεναγμός! “Σ' ευχαριστούμε που μας αγαπάς. Σ' αγαπάμε Πίππιν”, είπε η μαμά. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε. Ο Πίππιν “πέταξε” στον ουρανό. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός αποφάσισαν να κρατήσουν τον Πίππιν μαζί τους, στην αυλή! Εκεί “κοιμάται” το κορμάκι του.
Θα με ρωτήσετε πού την ξέρω αυτή την ιστορία; Σας βεβαιώνω ότι είναι πέρα για πέρα αληθινή!
Εγώ είμαι ο Πίππιν και σήμερα θέλω να πω στη μαμά μου, πώς όλα όσα πιστεύει για το μέρος όπου πηγαίνουν όσοι αγαπιούνται είναι αλήθεια.
Εκεί είμαι κι εγώ, μαζί με το Βιέχο, τη Λίζα, το Σνούπη, τον Όλιβερ, τη Μισέλ, το φίλο μου τον Κανέλλο που πριν, περίπου, ένα μήνα τον σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Εκεί, λοιπόν, στον πιο ψηλό βράχο έχουμε φτιάξει ένα σπίτι και περιμένουμε να έρθει η ώρα, που θα μαζευτεί όλη η οικογένεια.
Μαμά, για να με βρεις έχω ανάψει μια φωτιά στον ουρανό! Μέχρι τότε, όμως, να θυμάσαι ότι ούτε η απόσταση, ούτε ο θάνατος μπορεί να νικήσει την αγάπη! Να προσέχεις τον εαυτό σου και τα αδέλφια μου! Μέχρι να ξανασυναντηθούμε να θυμάστε ότι “πεθαίνει μόνον όποιος ξεχνάμε! Σας αγαπώ!
Ο Πίππιν σας!