Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Μια αληθινή ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε ένα σκυλάκι, που πολύ γρήγορα το πήραν από τη μαμά του και το πέταξαν στο δρόμο. Μόνο, φοβισμένο, πεινασμένο παρακαλούσε να βρεθεί κάποιος να του δώσει λίγο φαγάκι, λίγο νερό κι ένα χάδι. Τίποτε όμως! 'Οσο κι αν προσευχόταν δεν βρισκόταν κάποια ευγενική ψυχή να το προσέξει.
Μια μέρα, ήρθαν κάποιοι άνθρωποι με ένα αυτοκίνητο και το μάζεψαν, το πήγαν σε ένα μέρος που υπήρχαν κι άλλα σκυλάκια που ζούσαν μέσα σε κλουβιά. Όπως έμαθε από ένα μικρό που βρισκόταν στο διπλανό κλουβί εκεί ήταν το κυνοκομείο του Δήμου, δηλαδή να μην περίμενε και πολλά γιατί θα του έδιναν φαγητό, θα του έκαναν εμβόλια, θα τον στείρωναν κι αν ήταν τυχερός θα τον υιοθετούσε κάποιος διαφορετικά θα τον γύριζαν στο μέρος απ' όπου τον μάζεψαν. “Φίλε να κάνεις το σταυρό σου να βρεθεί κάποιος να σε υιοθετήσει γιατί διαφορετικά...”.
“Διαφορετικά τί;” ρώτησε το σκυλάκι με αγωνία. “Διαφορετικά θα πεθάνεις μόνος σου στους δρόμους χωρίς να μάθει κανείς ότι υπήρξες”, είπε ο άλλος και πήγε στην άλλη άκρη του κλουβιού.
Δεν ήθελε να τον πιστέψει. Δεν μπορεί να μην υπάρχει λίγη αγάπη και γι αυτόν στον κόσμο. Κι όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως του τα είπε ο άλλος. Ο σκυλάκος έμεινε στα “αζήτητα” και στη συνέχεια μια μέρα κατέληξε πίσω στους δρόμους. Μόνος, φοβισμένος και πεινασμένος. Τον κυνηγούσαν κι αναγκάστηκε να κρύβεται σε οικοδομές, εκεί έπεσε στο τσιμέντο και είχε ένα έγκαυμα στην κοιλίτσα του που τον πονούσε.
Πεινασμένος, παγωμένος απ' το κρύο και πονώντας βγήκε μια μέρα του Δεκέμβρη στο δρόμο να ψάξει στα σκουπίδια μήπως και βρει κάτι να φάει. Έκανε κρύο και πεινούσε πολύ. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Δεν ήξερε τί ακριβώς ήταν αυτό, γιατί δεν είχε ξαναζήσει γιορτές, δεν είχε συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Καθώς έψαχνε για κάτι φαγώσιμο βρήκε μια ευγενική κυρία στο δρόμο που του έδωσε κάτι να φάει. Η καρδιά του αναπήδησε. Σε λίγο έφτασε κι άλλη μια κυρία τον χάϊδεψε και του έδωσε κι αυτή φαγητό.
Μόλις είδε τη δεύτερη κυρία αμέσως σκέφτηκε “εσύ θα γίνεις η μαμά μου! Σε παρακαλώ!” κι άρχισε να της κάνει νάζια και παιχνίδια. Οι δύο κυρίες όμως έφυγαν και τον άφησαν μόνο του. “Σε παρακαλώ μην μ' αφήνεις μόνο” φώναξε. Η ώρα πέρασε, αλλά καμιά από τις δύο γυναίκες δεν φαινόταν. “Σε παρακαλώ έλα να με πάρεις” ξαναφώναξε! Απάντηση καμιά, αλλά δεν έφυγε έμεινε εκεί και περίμενε. Βαθειά μέσα στην καρδιά του πίστευε ότι όπου νάναι θα γυρίσουν και θα τον πάρουν. Κουλουριάστηκε σε ένα παλιό στρώμα που βρήκε πεταμένο και περίμενε!
Ξαφνικά εμφανίστηκαν οι δύο κυρίες κι αυτή που είχε διαλέξει για μαμά του του έκανε νόημα “έλα μαζί μας”. Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα! Τρέχοντας έτρεξε πίσω τους. Μπήκαν μέσα στο σπίτι. Ω! Τί γλυκειά ζέστη και μύριζε φαγητό! Τον έπλυναν, του καθάρισαν την πληγή και την περιποιήθηκαν πρόχειρα. Του έδωσαν φαγητό και τον έβαλαν να κοιμηθεί σε μια μαλακή μαξιλάρα. Πόσο ωραία είναι να κοιμάσαι χωρίς να κρυώνεις, με γεμάτο στομάχι και στα ζεστά!
Το πρωϊ του έβαλαν ένα ωραίο λουρί, τον είδε ο γιατρός και το κυριότερο του έδωσαν όνομα! Τον είπαν Πίππιν! Λίγες ώρες μετά οι δύο κυρίες πήραν τα “προικιά” του και τον ίδιο και βγήκαν απ' το σπίτι. “Αμάν που πάμε;” αναρωτήθηκε, αλλά λίγα λεπτά αργότερα έμαθε. Μπήκαν σ' ένα σπίτι όπου υπήρχε ένα ψηλό αγόρι κι ένα μαύρο σκυλάκι.
Ο Πίππιν πλησίασε με σκυμένο κεφάλι και το άλλο σκυλάκι τον πλησίασε, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη μύτη και του είπε : “καλωσόρισες μικρέ! Με λένε Χουάν. Ο ψηλός άνθρωπος είναι ο μεγάλος μου αδελφός κι εσύ θα είσαι ο μικρότερος!” “Με λένε Πίππιν και με βρήκαν χθες το βράδυ στο δρόμο”, απάντησε ο μικρός.
“Μην ανησυχείς και μένα απ' το δρόμο με μάζεψαν. Εδώ είναι καλά! Χάδια, αγάπη, φαγητό και βόλτες”
Πραγματικά το σπίτι και η οικογένεια ήταν όπως τα είπε ο Χουάν. Έβλεπαν τακτικά και τη Λίζα, την τετράποδη αγαπημένη του Χουάν, αλλά και τη μαμά της. Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που μια μέρα ο Πίππιν αρρώστησε. Οι εξετάσεις είπαν ότι ήταν πολύ πολύ άρρωστος. Ο μεγαλύτερος κλέφτης όλων των εποχών ξαφνικά δεν είχε όρεξη για φαγητό. Η γιατρός είπε ότι η κατάσταση είναι σοβαρή θα χρειαστεί πολλή φροντίδα, ειδική τροφή και θεραπείες. “Δεν με νοιάζει τίποτε. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει και θα του χαρίσουμε αγάπη για όσο καιρό είναι μαζί μας”, είπε η μαμά και αμέσως συμφώνησαν ο μεγάλος αδελφός και ο Χουάν. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός του έδιναν φαγητό πολλές φορές την ημέρα, τα φάρμακά του στην ώρα τους και ο Χουάν τον κρατούσε αγκαλιά και τον παρηγορούσε όταν αισθανόταν άσχημα. “Σε παρακαλώ κάνε κουράγιο” του έλεγε η μαμά και τον χάϊδευε. “Γρήγορα φάε το φαϊ σου” του έλεγε ο Χουάν και του έδινε φιλάκια. Ο καιρός πέρασε και ο Πίππιν καλυτέρεψε. Ωστόσο, η οικογένεια ήξερε ότι η κατάστασή του ήταν σοβαρή. Είχαν πρόβλημα τα νεφρά, είπε η γιατρός
. “Θα τον φροντίσουμε μέχρι το τέλος”, έλεγε η οικογένεια.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια που ο Πίππιν έζησε με την οικογένειά του, αλλά η ασθένεια ήταν πιο δυνατή απ΄αυτόν. Γνωστοί γιατροί που τον εξέτασαν έλεγαν ότι ήταν ένα θαύμα που ζει! “Η αγάπη κάνει θαύματα”, είχε πει στη μαμά ένας από τους γιατρούς στους οποίους τον πήγε και ήταν ειδικός για τις βαρειές ασθένειες. “Το ξέρω ότι δεν θα τον έχω για πολύ μαζί μου”, του απάντησε η μαμά, “αλλά θέλω να φύγει κοντά μας και χωρίς φόβο. Στο σπίτι του, κοντά μας”.
Έφτασε το φθινόπωρο. Ο Πίππιν πάλι δεν αισθανόταν καλά. Οι θεραπείες, οι οροί, τα φάρμακα δεν απέδιδαν. “Έρχεται το τέλος” είπε στη μαμά ο γιατρός. “Θα φύγει όταν έρθει η ώρα, στο σπίτι του”, απάντησε η μαμά.
Ξέχασα να σας πω ότι η οικογένεια είχε αποκτήσει άλλα δύο μέλη τον Άρη και τον Όλιβερ και δύο νέους φίλους στο νέο τους σπίτι τον Κανέλλο και τον Μαυρούλη. Κάθε μέρα έπαιζαν όλοι μαζί εκτός από τον Άρη, ο οποίος μάλωνε με όλους. Ο Πίππιν άρχισε να μην μπορεί να περπατήσει καλά. Τότε ερχόταν ο Χουάν και τον σήκωνε για να τον βγάλει έξω και η μαμά τον έπαιρνε αγκαλιά και τον έβγαζε στα μέρη που πήγαιναν βόλτες όταν ήταν καλά. Κάθε μέρα ερχόταν ο γιατρός. Είχε μάθει στη μαμά να κάνει ορό στον Πίππιν για να μπορούν να λειτουργούν τα νεφρά του. Κάθε μέρα η μαμά τον σκέπαζε με την κουβερτούλα του, τον έπαιρνε αγκαλιά και τον πήγαινε στα μέρη που πριν λίγους μήνες του άρεσε να τρέχει και να μυρίζει. Ποτέ δεν έμεινε μόνος του. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός του τον πρόσεχαν με βάρδιες! Μέχρι που έφτασε η 3η Νοέμβρη. Κι εκείνο το πρωϊ τον είδε ο γιατρός. “Φεύγει δυστυχώς” είπε στη μαμά. Εκείνη τον πήρε αγκαλιά και τον έβγαλε για λίγο έξω μια μικρή βόλτα. Η τελευταία.
Γύρισαν στο σπίτι του έστρωσε στο παγκάκι που του άρεσε να ξαπλώνει. Τον σκέπασε και κάθισε δίπλα του. Τον χάϊδευε, του έδινε φιλάκια και του έλεγε να μην φοβάται. Κοντά του κι ο καλός αδελφός του, ο Χουάν κι ο νεώτερος ο Όλιβερ. “Σ' ευχαριστούμε που μας αγαπάς” του είπε η μαμά, τον σήκωσε απαλά και τον πήγε μέσα στο σπίτι. Ένα δάκρυ έτρεξε. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη μαμά που κρατούσε τον Πίππιν στην αγκαλιά της. Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω στην καρδιά της. Της έδωσε ένα μικρό φιλάκι! Τους κοίταξε όλους. “Σας αγαπώ”, τους είπε με τα μάτια. ΄Ενας αναστεναγμός! “Σ' ευχαριστούμε που μας αγαπάς. Σ' αγαπάμε Πίππιν”, είπε η μαμά. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε. Ο Πίππιν “πέταξε” στον ουρανό. Η μαμά και ο μεγάλος αδελφός αποφάσισαν να κρατήσουν τον Πίππιν μαζί τους, στην αυλή! Εκεί “κοιμάται” το κορμάκι του.
Θα με ρωτήσετε πού την ξέρω αυτή την ιστορία; Σας βεβαιώνω ότι είναι πέρα για πέρα αληθινή!
Εγώ είμαι ο Πίππιν και σήμερα θέλω να πω στη μαμά μου, πώς όλα όσα πιστεύει για το μέρος όπου πηγαίνουν όσοι αγαπιούνται είναι αλήθεια.
Εκεί είμαι κι εγώ, μαζί με το Βιέχο, τη Λίζα, το Σνούπη, τον Όλιβερ, τη Μισέλ, το φίλο μου τον Κανέλλο που πριν, περίπου, ένα μήνα τον σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Εκεί, λοιπόν, στον πιο ψηλό βράχο έχουμε φτιάξει ένα σπίτι και περιμένουμε να έρθει η ώρα, που θα μαζευτεί όλη η οικογένεια.
Μαμά, για να με βρεις έχω ανάψει μια φωτιά στον ουρανό! Μέχρι τότε, όμως, να θυμάσαι ότι ούτε η απόσταση, ούτε ο θάνατος μπορεί να νικήσει την αγάπη! Να προσέχεις τον εαυτό σου και τα αδέλφια μου! Μέχρι να ξανασυναντηθούμε να θυμάστε ότι “πεθαίνει μόνον όποιος ξεχνάμε! Σας αγαπώ!
Ο Πίππιν σας!