Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, πριν ακόμα εμφανιστεί ο άνθρωπος και τα ζώα, την εποχή που τη Γη σκέπαζαν μόνο δάση, ο Ήλιος κατοικούσε στο παλάτι του στην πιο ψηλή βουνοκορφή, για να μπορεί να θαυμάζει ολόκληρη την πλάση.

Νέος όμορφος, λαμπερός και με ζεστή καρδιά κάθε μέρα περπατούσε στη γη σκορπίζοντας χαρά, ζεστασιά, ελπίδα και παρηγοριά. Του άρεσαν οι κουβέντες και πάντα ήταν καλόγνωμος και καταδεκτικός με όλα τα παιδιά της Μητέρας Φύσης. Το παλάτι του ήταν πάντα ανοιχτό και πάντα υπήρχε κάποιος επισκέπτης.

Του άρεσε να μιλά με τις ώρες με τους ανέμους, τα σύννεφα, τα άστρα, τη σελήνη. Όλους τους άκουγε με μεγάλη προσοχή και δεν έκρυβε την αγάπη του για τις γιορτές, το καλό φαγητό και την κουβέντα. Αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά της Μητέρας Φύσης δεν έκρυβαν την συμπάθεια και την αγάπη τους για το νεαρό άρχοντα. Κάθε φορά που έστελνε τις κόρες τους τις Ακτίνες για να προσκαλέσουν κάποιον στο παλάτι του η πρόσκλησή του γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό. Μάλιστα, κάθε φορά παράγγελνε στους καλεσμένους τους: -Θα χαρώ πάρα πολύ να δεχτώ εσένα και όλη σου την οικογένεια στο παλάτι μου. Κανένα από τα παιδιά της Μητέρας Φύσης δεν είχε αρνηθεί ποτέ πρόσκληση του Ήλιου. Κανένα, εκτός απ' το Νερό.

Η στάση αυτή του Νερού είχε προβληματίσει το νεαρό άρχοντα και γι αυτό αποφάσισε να ξεδιαλύνει μόνος του την κατάσταση. Αποφάσισε ότι θα πήγαινε ο ίδιος στο παλάτι του Νερού και θα το προσκαλούσε. Στην περίπτωση που κι αυτή τη φορά το Νερό αρνιόταν την πρόσκλησή του ήταν αποφασισμένος να μάθει το λόγο. Μάλιστα, δεν θα δίσταζε να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη αν με κάποιον τρόπο είχε προσβάλλει το Νερό και θα του εξηγούσε ότι επρόκειτο για παρεξήγηση. Έτσι, λοιπόν, έφτασε στο παλάτι του Νερού και το βρήκε καθισμένο στην αναπαυτική του πολυθρόνα. Το Νερό μόλις τον είδε από μακριά σηκώθηκε και πήγε να τον καλωσορίσει.

-Καλώς ήρθες άρχοντα Ήλιε στο παλάτι μου φώναξε. -Πέρασε, πέρασε του έγνεψε κάνοντάς του βαθειά υπόκλιση και συνέχισε, -Τί σε φέρνει στα μέρη μου;

-Ήρθα να σε προσκαλέσω εσένα κι όλη σου την οικογένεια στο παλάτι μου, είπε ο Ήλιος.

-Μα, είπε το Νερό, άρχοντα Ήλιε η οικογένειά μου είναι μεγάλη και μάλλον δεν θα χωρέσει στο παλάτι σου. Συγγνώμη δεν θέλω να σε προσβάλλω, αλλά βλέπεις έχω συγγενείς αμέτρητους και δεν θα ήθελα να σου δημιουργήσουμε προβλήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα δεν έχω ανταποκριθεί στις προσκλήσεις του.

-Το παλάτι μου είναι πολύ μεγάλο και χωράει εσένα κι όλη σου την οικογένεια, είπε ο Ήλιος. -Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα. Αύριο σε περιμένω με όλη σου την οικογένεια. Θα σας περιμένω να σας υποδεχτώ.

Την άλλη μέρα λοιπόν το Νερό και όλη του η οικογένεια έφτασε στο παλάτι του Ήλιου. Ο νεαρός άρχοντας ήταν, ήδη, στην πόρτα και περίμενε να υποδεχτεί τους καλεσμένους του. Έφτασαν στην ώρα τους όλοι. Ήρθαν οι Θάλασσες, τα Ποτάμια, η Βροχή, οι Καταιγίδες, οι Θύελλες, οι Λίμνες, τα Χιόνια, οι Παγετώνες...

Όλοι οι συγγενείς του Νερού άρχισαν να πλημμυρίζουν το παλάτι και τότε ο Ήλιος ανέβηκε στον πρώτο όροφο, αλλά κι εκείνος σε λίγο πλημμύρισε, ο ήλιος πήγαινε στο επόμενο όροφο και στη συνέχεια στον επόμενο και στον επόμενο, για να μπουν οι καλεσμένοι του στο παλάτι. Στο τέλος το παλάτι είχε πλημμυρίσει και ο Ήλιος αναγκάστηκε να ανεβεί στον πιο ψηλό πύργο του, εκεί που ο πύργος άγγιζε τον Ουρανό, αλλά σε λίγο οι συγγενείς του Νερού έφτασαν κι εκεί.

-Στο είπα ότι έχω μεγάλη οικογένεια και δεν θα χωρούσε στο παλάτι σου άρχοντα Ήλιε και να τώρα που δεν έχει μείνει καθόλου χώρος για σένα, του φώναξε το Νερό.

Κι ο Ήλιος που δεν μπορούσε πια να σταθεί ούτε στο ψηλότερο πύργο του παλατιού του, αφού υπήρχε κίνδυνος να παρασυρθεί από την οικογένεια του Νερού, δίνει ένα σάλτο και σκαρφάλωσε στον Ουρανό. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στο παλάτι του και από τότε συνηθίζει να κόβει βόλτες στον Ουρανό και να μιλά με τα παιδιά της Φύσης από κει ψηλά...

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ



Μια φορά κι έναν καιρό, λίγο μετά από την εποχή που ο Μεγάλος Δημιουργός έπλασε τους ανθρώπους, σε μια μικρή καλύβα, μέσα σε ένα δάσος που τώρα πια έχει ξεχαστεί, ζούσε ένα ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.

Μια μέρα, η μάνα φώναξε τα δυό της παιδιά και τους είπε να ετοιμαστούν να πάνε στη λίμνη όπου εκείνη θα έπλενε τα ρούχα και αυτά θα είχαν την ευκαιρία να πλατσουρίσουν και να παίξουν κοντά της. Για τα παδιά ήταν σαν εκδρομή θα έπαιζαν και θα έτρωγαν κοντά στη λίμνη...

Την άλλη μέρα ξεκίνησαν πολύ πρωϊ και περπάτησαν αρκετά μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Έφτασαν, λοιπόν, στη λίμνη και αφού έστρωσαν το στρωσίδι που είχαν πάρει από το σπίτι και τακτοποίησαν το καλάθι με τις λιχουδιές που είχαν φέρει μαζί τους, άρχισαν να παίζουν και να πλατσουρίζουν και να γελάνε χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Η μητέρα ετοιμάστηκε να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας. Παρά την κοπιαστική δουλειά συχνά-πυκνά σήκωνε τα μάτια της και τα παρακολουθούσε να μην φύγουν μακριά και χαθούν. Τα κοίταζε να παίζουν ξένοιαστα κι ευτυχισμένα και απορούσε πότε μεγάλωσαν. Θυμήθηκε πώς ένιωσε την πρώτη φορά που τα άγγιξε, πόσο μικρά, εύθραυστα και ανήμπορα ήταν. Θυμήθηκε τον ήχο του πρώτου γέλιου τους, την πρώτη τους κουβεντούλα και την ώρα πού αποφάσισαν να σταθούν όρθια και να κάνουν το πρώτο τους βήμα. Σαν να ήταν χθες! Και τότε τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Έκατσε κάτω στα χόρτα και έκλαιγε.

Τα παδιά βλέποντας την μητέρα τους να κλαίει έτρεξαν προς το μέρος της. Το κοριτσάκι την αγκάλιασε χωρίς να πει τίποτε. Το αγοράκι της ανήσυχο την ρώτησε: -Γιατί κλαις μαμά;

-Γιατί είμαι γυναίκα, απάντησε εκείνη, σκούπισε τα μάτια της και έσφιξε τα δύο της παιδιά στην αγκαλιά της.

-Δεν καταλαβαίνω...είπε σιγά το αγοράκι. -Κι ούτε ποτέ θα καταλάβεις...του απάντησε και του έδωσε ένα φιλί.

Η μέρα πέρασε. Τα ρούχα στέγνωσαν και η μάνα με τα δυό παιδιά μάζεψαν τα πράγματά τους και γύρισαν στο σπίτι. Το αγοράκι, όμως, δεν έπαψε να σκέφεται την απάντηση της μητέρας του “...και ούτε ποτέ θα καταλάβεις...”.

Πέρασαν αρκετές μέρες και κάποια στιγμή που το αγοράκι ήταν μόνο του με τον πατέρα του, τον ρώτησε: -Μπαμπά γιατί η μαμά κλαίει χωρίς λόγο; - Όλες οι γυναίκες κλαίνε χωρίς λόγο! του απάντησε εκείνος.

Τα χρόνια πέρασαν και τα δύο παιδιά μεγάλωσαν. Το κοριτσάκι έγινε γυναίκα και έφτιαξε τη δική της οικογένεια και το αγοράκι έγινε ένας νέος άνδρας. Όλα αυτά τα χρόνια έβλεπε τη μαμά του κάποιες φορές να κλαίει χωρίς λόγο, αλλά ποτέ πια δεν ρώτησε γιατί. Ούτε και με τον μπαμπά του ξανασυζήτησε το θέμα. Γύρισε όλο τον κόσμο για να μάθει γιατί οι γυναίκες κλαίνε, αλλά κανένας σοφός δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Έτσι, λοιπόν μια μέρα που ήταν καθισμένος στην κορυφή ενός βουνού αποφάσισε να ρωτήσει τον Μεγάλο Δημιουργό. Σηκώθηκε, έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό και φώναξε: -Μεγάλε Δημιουργέ του κόσμου μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις γιατί οι γυναίκες κλαίνε τόσο εύκολα και χωρίς λόγο; Και τότε άκουσε τη φωνή του Μεγάλου Δημιουργού να λέει: - Όταν δημιούργησα τη γυναίκα σκέφτηκα ότι έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Έτσι έφτιαξα τους ώμους της, τόσο δυνατούς ώστε να μπορούν να σηκώνουν τα βάρη του κόσμου και απαλούς, ώστε να προσφέρουν ανακούφιση. Της έδωσα δύναμη να μπορεί να υπομένει τους πόνους της γέννας, αλλά και της απόρριψης -κάποιες φορές- από τα ίδια της τα παιδιά. Της έδωσα σθένος ώστε να συνεχίζει εκεί που όλοι οι άλλοι παραιτούνται. Της έδωσα το κουράγιο να μπορεί να φροντίζει την οικογένειά της ακόμη κι όταν είναι άρρωστη και κουρασμένη, χωρίς να παραπονιέται. Της έδωσα ευαισθησία, ώστε να αγαπάει τα παιδιά της ακόμη κι όταν αυτά την πληγώνουν. Της έδωσα την υπομονή να αντέχει τον άντρα της με τα ελαττώματά του και την έπλασα απ΄ το πλευρό του, για να προστατεύσω την καρδιά του. Της έδωσα αποφασιστικότητα ώστε να παραμένει δίπλα στον σύντροφό της και σοφία, είπε ο Μεγάλος Δημιουργός και συνέχισε: -Βλέπεις γιέ μου η ομορφιά της γυναίκας δεν βρίσκεται στην εξωτερική της εμφάνιση...Η ομορφιά της γυναίκας βρίσκεται στα μάτια της, γιατί τα μάτια είναι οι πύλες που οδηγούν στην καρδιά...στο μέρος που κατοικεί η αγάπη...




Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ο Γιος της Σελήνης

Μια φορά κι έναν καιρό τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλήσουν με τον Ήλιο και τη Σελήνη ζούσε μια όμορφη μελαχροινή τσιγγάνα. Η ομορφιά της ήταν ξακουστή και από τόπους μακρινούς ερχόταν νέοι, όμορφοι και πλούσιοι για της ζητήσουν να γίνει γυναίκα τους. Εκείνη, όμως, δεν ήθελε κανέναν και έλεγε ότι θα παντρευτεί μόνο όταν θα αγαπήσει κάποιον αληθινά και βαθειά. Η ιστορία είναι τόσο παλιά που πια κανείς δεν θυμάται το όνομά της. Έτσι περνούσαν τα χρόνια μέχρι που στην περιοχή που ζούσε έφτασε μια ομάδα τσιγγάνων από χώρα μακρινή.

Οι νεοφερμένοι εγκαταστάθηκαν στην άκρη της λίμνης εκεί όπου άρχιζε το δάσος. Εκεί έστησαν τα σπίτια τους κι αμέσως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για τη χώρα από την οποία προέρχονταν, αλλά και για τις αιτίες που τους έκαναν να την εγκαταλείψουν. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν περαστικοί κι άλλοι ότι επρόκειτο να μείνουν εκεί για πάντα. Γρήγορα, όμως, έγιναν αποδεκτοί και οι ιστορίες γι αυτούς ξεχάστηκαν. Ανάμεσα στους νεοφερμένους ήταν και ένας νέος πολύ όμορφος τσιγγάνος που είχε στήσει την καλύβα του πιο μακρυά από τους άλλους. Τίς νύχτες συνήθιζε να παίζει διάφορους σκοπούς στην κιθάρα του και να τραγουδά. Οι πιό πολλοί έλεγαν ότι ο τσιγγάνος αυτός δεν ήξερε να μιλά, παρά μόνο να τραγουδά κι αυτό γιατί δεν μιλούσε σε κανέναν. Αν δεν είχε τη συνήθεια να τραγουδά όλοι θα πίστευαν ότι ήταν μουγγός.

Η νεαρή τσιγγάνα συνήθιζε να κάθεται τα βράδυα ξαπλωμένη πάνω στο χορτάρι έξω από την πόρτα της καλύβας της, να παρατηρεί τον ουρανό και να παρακαλά την Κυρά της Νύχτας να της φέρει την αγάπη, την μία και μοναδική। Κάθε φορά η Κυρά της έλεγε ότι ακόμη δεν ήρθε η ώρα και ότι θα έπρεπε να περιμένει και να μην βιάζεται। Την πρώτη νύχτα που οι νεοφερμένοι έφτασαν στη λίμνη η Κυρά της Νύχτας έλαμπε στον ουρανό. Για πρώτη φορά η τσιγγάνα είδε την πανσέληνο ν' αστράφτει στα σγουρά μαύρα μαλλιά του. Κάτω από την πανσέληνο άκουσε τον ήχο της κιθάρας του και τη φωνή του να τραγουδά για την αγάπη. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Αυτός ήταν που περίμενε... Την άλλη μέρα τον είδε να περπατά στην άκρη της λίμνης. Η μικρή τσιγγάνα ήταν ερωτευμένη। Το βράδυ ξαπλωμένη στα χόρτα έξω από την καλύβα της παρακαλούσε την Κυρά της Νύχτας να την βοηθήσει να μπει στην καρδιά του. Νύχτες παρακαλούσε τη Σελήνη να την βοηθήσει.Να κάνει τον τσιγγάνο να την αγαπήσει τόσο βαθειά και τόσο αληθινά όσο τον αγαπούσε κι εκείνη.

Η μικρή τσιγγάνα διαβεβαίωνε την Κυρά της Νύχτας ότι αυτός ήταν που περίμενε και ότι ήθελε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της στο πλευρό του. -Τί είσαι έτοιμη να κάνεις για να κατακτήσεις την καρδιά του αγαπημένου σου; ρώτησε η Κυρά της Νύχτας. -Τα πάντα! Απάντησε εκείνη χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. -Τα πάντα, επανέλαβε η Κυρά, σκεφτική και συνέχισε: -άσε με να το σκεφτώ και θα σου πω αύριο -Τα πάντα, είπε και η τσιγγάνα κι αποκοιμήθηκε εκεί έξω από την πόρτα της καλύβας της. Την επόμενη νύχτα η Σελήνη μίλησε στην τσιγγάνα -Άκου, της είπε, το σκέφτηκα θα σε βοηθήσω να γίνεις ταίρι του όμορφου τσιγγάνου, αλλά θέλω το πρώτο παιδί που θα κάνετε να είναι δικό μου. Συμφωνείς; Η νεαρή τσιγγάνα δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά ήταν έτοιμη να δώσει τα πάντα για την καρδιά του αγαπημένου της. -Ναι συμφωνώ, απάντησε, το πρώτο μας παιδί θα είναι δικό σου! Η συμφωνία έκλεισε και η τσιγγάνα ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες που της έδωσε η Κυρά της Νύχτας.

Ο νεαρός τσιγγάνος την ερωτεύτηκε παράφορα! Ζούσε, ανέπνεε και τραγουδούσε μόνο για κείνη. Ένα χρόνο μετά της ζήτησε να τον παντρευτεί! Ο γάμος έγινε και τέτοια γιορτή δεν είχε ξαναδεί το μικρό χωριό. Μια εβδομάδα κράτησαν τα γλέντια και οι χοροί.

Το νέο ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο καινούργιο του σπίτι και ζούσε ευτυχισμένο! Ένα χρόνο μετά η τσιγγάνα είπε στον αγαπημένο της σύζυγο ότι θα αποκτούσαν παιδί! Η ευτυχία τους επρόκειτο να ολοκληρωθεί! Η νεαρή γυναίκα ούτε που ενδιαφερόταν τί σήμαινε η υπόσχεση που είχε δώσει στην Κυρά της Νύχτας, αλλά ούτε και την θυμόταν πια. Το ζευγάρι περίμενε με αγωνία τον ερχομό του παιδιού τους χωρίς καν να υποψιάζεται τί τους περίμενε.... Όμως η Κυρά της Νύχτας περίμενε κι αυτή...

Εννιά μήνες μετά, μια νύχτα που η Σελήνη έλαμπε σαν από ατόφια πλατίνα γεννήθηκε το μωρό του ζευγαριού...κι ευτυχία έγινε θύελλα!

Το μικρό αγόρι έμοιαζε με πλάσμα που βγήκε μέσα από παραμύθι! Σε τίποτε δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα του. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο, τα μάτια του είχαν το χρώμα του ουρανού και τα μαλλιά του έμοιαζαν με το πλατινένιο φως της Κυράς της Νύχτας! Ήταν ο γιος της Σελήνης.

Ο τσιγγάνος όταν τον αντίκρυσε κατηγόρησε τη γυναίκα του ότι ο μικρός δεν ήταν δικό του παιδί. Την κατηγόρησε ότι τον είχε προδόσει। Μάταια η νεαρή γυναίκα με δάκρυα στα μάτια τον διαβεβαίωνε ότι δεν τον είχε προδόσει και ότι μωρό ήταν δικό τους. Μάταια του διηγήθηκε πώς έκανε τη συμφωνία με την Κυρά της Νύχτας για την αγάπη του και μόνο. Ο τσιγγάνος τυφλωμένος από τη ζήλεια την σκότωσε. Πήρε το παιδί και το πέταξε στο δάσος για να το κατασπαράξουν τα άγρια ζώα κι ο ίδιος καβάλησε το άλογό του και έφυγε μακρυά και χάθηκε...

Η Σελήνη, όμως, θέλησε να προστατέψει τον γιό της, αλλά δεν μπορούσε να κατεβεί από τον ουρανό. Έτσι έστειλε μια λύκαινα να τον προσέχει και να τον φροντίζει, μέχρι να γίνει ικανός να φροντίζει τον εαυτό του. Κάθε φορά που ο Γιος της Σελήνης ήταν στεναχωρημένος η Κυρά της Νύχτας σκοτείνιαζε, κάθε φορά που έκλαιγε γινόταν σαν κούνια για να τον ησυχάσει και κάθε φορά που γελούσε ο μικρός, η Σελήνη έλαμπε από ευτυχία!

Η Σελήνη ποτέ δεν μπόρεσε να αγγίξει το γιό της, αλλά του διηγήθηκε όλες τις ιστορίες που ήξερε και έβλεπε από κει ψηλά που τριγυρνά κι εκείνος ο Γιος της Σελήνης δεν κατέβηκε ποτέ στις πόλεις των ανθρώπων. Αυτοί που ξέρουν λένε ότι έχει στήσει το σπιτικό του ψηλά στα βράχια του Ουρανού και ζει με τα ζώα του δάσους...