Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Η 9η Οκτωβρίου


«...Να θυμάσαι πως έχουμε ακόμα μπροστά μας πολλά χρόνια αγώνα. Όταν γίνεις μεγάλη, θα πρέπει κι εσύ να πάρεις μέρος. Στο μεταξύ πρέπει να ετοιμάζεσαι, να είσαι επαναστάτρια, πράγμα που στην ηλικία σου σημαίνει πως πρέπει να μάθεις πολλά, όσα γίνεται περισσότερα και να είσαι έτοιμη να υπερασπίζεσαι τις δίκαιες υποθέσεις...»

(απόσπασμα από το γράμμα του Τσε στην κόρη του Χίλντα στα 10 γεννέθλιά της τον Φλεβάρη του 66)

El guerrillero heroico


Βολιβία 8 Οκτωβρίου 1967 ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και δέκα επτά σύντροφοί του δίνουν την τελευταία μάχη τους στην κοιλάδα του Γιούρο, με τους ρέηντζερς και τις δυνάμεις του τακτικού στρατού της χώρας. Από τους 17 μόνον οι έξι θα επιζήσουν! Ο Τσε αιχμαλωτίζεται. Την επόμενη ημέρα θα δολοφονηθεί!

Το γιατρουδάκι από την Αργεντινή, που από τα πρώτα χρόνια της ζωής του πάλευε με τον θάνατο, εξαιτίας του αλλεργικού άσθματος που του έκοβε την ανάσα, που ταξίδεψε από το Μάτσου Πίτσου των Ίνκας, στα λεπροκωμεία της Λατινικής Αμερικής κι από κει στη Φλώριντα με μοναδικό σκοπό να καταλάβει πώς «λειτουργεί το κόλπο», άφησε την τελευταία του πνοή σε μια άδεια αίθουσα ενός σχολείου στην Ιγιέρα. Μια γυναίκα που τον είδε νεκρό φώναξε «μοιάζει με το Χριστό». Άλλοι είπαν ότι πώς καθώς οι δήμιοι έπαιρναν το πτώμα του από τον τόπο του εγκλήματος ένιωσαν ένα ρίγος. Είχε τα μάτια του ορθάνοικτα, γαλήνια και στα χείλη του πλανιόταν ένα χαμόγελο που φανέρωνε όλη την περιφρόνηση που του είχαν προκαλέσει οι δήμιοί του, αλλά και όλη την αγάπη του για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Τα μάτια που αντίκρυσαν την Αβάνα την Πρωτοχρονιά του 59 όταν ο αντάρτικος στρατός έμπαινε στην πόλη από καστανά πήραν το χρώμα του ουρανού, λες και εγκατέλειψαν το φθινόπωρο της ζωής, για να περάσουν στην αθανασία του ουρανού. Έφυγε, για να κρυφτεί στους βράχους, μαζί με τους θεούς των Ίντιος, περιμένοντας την ώρα, για να ξανάρθει. Μαζί του πήρε μόνον, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, μονάχα τη θλίψη ενός τραγουδιού που δεν τελείωσε!

Άφησε την υπουργική καρέκλα, για να βοηθήσει στη δημιουργία των πολλών Βιετνάμ που πίστευε και έπεσε φωνάζοντας «Ας είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το αδύνατο».

«Γύρισα τους δρόμους της Αμερικής. Στους Μάγιας, στη Γουατεμάλα, για ν’ ανακαλύψω την Επανάσταση. Εκεί, συνάντησα ένα σύντροφο που έγινε οδηγός μου. Μαζί ζούσαμε με την ιδέα να υπερασπιστούμε αυτή τη μικρή χώρα απ΄τους γιάνκηδες. Τώρα ήρθε η ώρα για μένα να πολεμήσω, τούτη τη φορά σε μια άλλη μικρή χώρα, ένα κομμάτι της ηπείρου μας, για να νικήσουμε την εκμετάλλευση και τη μιζέρια. Θέλουμε να κτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο όπου θα ζήσεις εσύ. Δεν πρέπει να κλαις. Πρέπει να σκέφτεσαι αυτό που πρέπει να γίνει. Μπορεί να πεθάνω. Όμως το μόνο που έχει σημασία είναι ο Θρίαμβος της Επανάστασης».

Είπαν ότι «έφυγε» νωρίς! Κι όμως, όσοι αγαπούν τα παλιά ινδιάνικα παραμύθια είπαν ότι τον είδαν! Τον άκουσαν να καλπάζει με τα φτερωτά του πόδια καβάλα στον Ροσινάντε μέσα στα σύννεφα!

(Πηγή: Τσε Γκεβάρα, η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου R.Rojo, Οι επιζήσαντες σύντροφοι του Τσε, Νταριέλ Αλαρκόν Ραμίρες και Μαριάνο Ροντρίγες, Τσε Γκεβαρα, Ζαν Κορμιέ, Ιλδα Γκεβάρα Γκαδέα, Αλμπέρτο Γρανάδο Χιμένες, Ημερολογίο της Βολιβίας, Τσε Γκεβάρα. Ο Τσε Γκεβάρα και το FBI, Μάϊκλ Ράτνερ, Μάϊκλ Στίβεν Σμιθ).

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Το μάτι του Μεγάλου Δημιουργού



Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ακόμη δεν είχε αρχίσει να μετράει ο χρόνος, δηλαδή τη σκοτεινή εποχή, όταν δεν υπήρχε ακόμη ο Ουρανός και η Γη, παντού επικρατούσε σιωπή.

Το μόνο που υπήρχε ήταν το μάτι του Μεγάλου Δημιουργού που πλανιόταν στο άπειρο. Λυπημένος από την απόλυτη σιωπή και το σκοτάδι ο Μεγάλος Δημιουργός δάκρυσε. Το δάκρυ του κύλησε και έγινε ένα κοσμικό αυτό, που άρχισε να επιπλέει στο άπειρο. Σ’ αυτό το κοσμικό αυγό που δημιουργήθηκε από το δάκρυ του Μεγάλου Δημιουργού, συνυπήρχαν οι αντίθετες δυνάμεις, δηλαδή τον γιν και το γιανγκ.

Κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορεί με ακρίβεια να πει πόσο χρόνο χρειάστηκε για να επωαστεί το κοσμικό αυγό, ώστε από μέσα του να γεννηθεί το πρώτο ον, ο Παν Γκου. Για να έρθει στη ζωή ο Παν Γκου το αυγό έγινε χίλια κομμάτια, απ’ τα οποία τα πιο βαριά δηλαδή, το γιν, παρασύρθηκαν προς τα κάτω. Από τα κομμάτια του γιν δημιουργήθηκε η Γη. Τα πιο ελαφρά, δηλαδή το γιανγκ, ανέβηκαν προς τα πάνω. Από τα κομμάτια του γιανγκ δημιουργήθηκε ο Ουρανός.

Το πρώτο ον που ήρθε στη ζωή και η γέννησή του σήμανε την αρχή του χρόνου, ο Παν Γκου ζούσε εντελώς μόνος του σ΄ολόκληρη την πλάση. Καθώς περιπλανιόταν από δω κι από κει και παρατήρησε ότι ο ουρανός είχε σκοπό να πέσει πάνω στη γη με σκοπό το γιν και το γιανγκ να επανενωθούν. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα και τον τερματισμό της δημιουργίας. Χωρίς να το καλοσκεφτεί τότε ο Παν Γκου στάθηκε στο κέντρο της γης και κράτησε τον ουρανό.

Κάθε μέρα ο Παν Γκου ψήλωνε τρία μέτρα, για να απομακρύνει όσο μπορούσε τον ουρανό από τη γη και να αποτρέψει κάθε περίπτωση ενένωσης των δύο στοιχείων. Επί 18.000 χρόνια ο Παν Γκου συνέχιζε να ψηλώνει και μόλις η απόσταση της Γης από τον Ουρανό έφτασε στα 30.000 μίλια, τότε το πρώτο ον που γεννήθηκε κατάλαβε ότι η αποστολή του τελείωσε. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε το πνεύμα του να πετάξει μακριά στο Μεγάλο Δημιουργό.

Για να μην ξεχαστεί ποτέ η ιστορία της δημιουργίας το Μεγάλο Πνεύμα αποφάσισε από τα μέλη του σώματος του Παν Γκου να δημιουργηθούν τα στοιχεία του κόσμου, τα καιρικά φαινόμενα, τα ουράνια σώματα, τα ζώα και τα φυτά. Τότε λοιπόν η Γη γέμισε από πλάσματα και όλα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Μάλιστα, τα πνεύματα του κάτω κόσμου, επειδή ο Μεγάλος Δημιουργός αποφάσισε ότι δεν θα κυκλοφορούν ελεύθερα στη γη και στον ουρανό, και γι αυτό ζηλεύουν τους ανθρώπους, άρχισαν να διαδίδουν ότι η ανθρώπινη φυλή δημιουργήθηκε από τους ψύλους που είχει πάνω του ο Παν Γκου και έπεσαν στη γη.

Βέβαια, τα καλά πνεύματα, που πάντα βοηθούν τους ανθρώπους, έχουν τη δική τους εκδοχή για τη δημιουργία της ανθρώπινης φυλής. Η εκδοχή αυτή θέλει τη θεά Νούβα να αισθάνεται μοναξιά μετά τη δημιουργία του κόσμου, επειδή έλειπαν οι άνθρωποι και κατέβηκε στον Κίτρινο ποταμό. Κάθισε στην όχθη του και άρχισε με τη λάσπη να τους πλάθει. Οι πρώτοι άνθρωποι την γοήτευσαν τόσο πολύ που αποφάσισε να γεμίσει τη γη με τη φυλή τους. Ωστόσο, αυτοί που ενθουσιάζονται γρήγορα, βαριούνται και γρήγορα και στην κατηγορία αυτή ανήκε και η θεά Νούβα. Επειδή κουράστηκε να πλάθει ανθρώπους, σκέφτηκε να πάρει λάσπη από τον Κίτρινο ποταμό. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του Ουρανού και σκόρπισε σταγόνες λάσπης σε όλη τη Γη. Κάθε σταγόνα λάσπης έγινε και ένας άνθρωπος. Αυτοί οι άνθρωποι που δημιουργήθηκαν βιαστικά είναι οι κοινοί άνθρωποι. Όσοι πλάστηκαν από τα χέρια της θεάς είναι οι εκλεκτοί!...





(Πηγή: Κινέζικη μυθολογία για τη δημιουργία του κόσμου)

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Ο άγγελος του Έρωτα

Μια φορά κι ένα καιρό, όταν ο κόσμος ακόμη ήταν πολύ νέος, ζούσε στις κορυφογραμμές των βουνών σε χώρα μακρινή, ένας πρίγκηπας που όλοι έλεγαν πως ήταν γιος των Θεών. Αυτός είχε τρεις κόρες φημισμένες για την ομορφιά τους.
Την μεγάλη την έλεγαν Ρασόν, τη δεύτερη Σεντιμιέντο και την τρίτη την ομορφότερη, την φώναζαν Άλμα. Οι τρεις κοπέλες ήταν καλές κι ευγενικές και οι γονείς τους πίστευαν πως θα έβρισκαν πολύ γρήγορα το ταίρι τους στη ζωή. Έτσι και έγινε. Πρώτη παντρεύτηκε η Ρασόν έναν όμορφο και νέο άνδρα και πήγε να στις καταπράσινες πεδιάδες. Μετά ήρθε η σειρά της δεύτερης, της Σεντιμιέντο. Αυτή παντρεύτηκε και έστησε το σπιτικό της μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος κοντά στις πηγές του ομορφότερους ποταμού της γής. Ο πατέρας τους ήταν περήφανος που οι κόρες του ήταν ευτυχισμένες, ωστόσο ανησυχούσε για την μικρότερη την Άλμα που κανένας δεν τολμούσε να ρίξει τα μάτια του επάνω της, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την ομορφιά της.
Ο καιρός περνούσε κι η μάνα της Άλμα κάθε βράδυ έλεγε στον πατέρα της ότι κάτι έπρεπε να κάνει αν δεν ήθελε η ομορφιά της κόρης τους να ξεθωριάσει σιγά-σιγά μέσα στην πατρική σκηνή. Βράδυα ολόκληρα η ίδια κουβέντα. Τελικά ο πατέρας της Άλμα αποφάσισε να πάει να συναντήσει το πιο σοφό άνθρωπο της περιοχής που ζούσε απομονωμένος στην πιο απόκρυμνη κορυφή, για να του ζητήσει μια λύση για το πρόβλημά. Μέρες, ίσως βδομάδες, διήρκεσε το ταξίδι του κι όταν έφτασε στη σκηνή του σοφού, του έφερε γλυκά και φρούτα και ψωμί, πρώτον γιατί ακόμη δεν είχε ανακαλυφθεί το χρήμα και δεύτερον γιατί ο χρυσός δεν θαμπώνει τα μάτια των πραγματικά σοφών ανθρώπων. Αμέσως εξήγησε το πρόβλημα και ο σοφός του είπε πως θα έπρεπε να κλειστεί για τρεις ημέρες, χωρίς νερό και φαγητό, σε κοντινή σπηλιά, για να του δώσουν τα πνεύματα την απάντηση. Έτσι και έγινε. Τρεις μέρες μετά ο πατέρας της Άλμα βγήκε απ’ τη σπηλιά έχοντας την απάντησή του. Πήρες το δρόμο της επιστροφής όπου τον περίμενε η γυναίκα του.
Έφτασε στη σκηνή του αμίλητος και κουρασμένος. Όταν για τα καλά έπεσε η νύχτα, τότε τα διηγήθηκε όλα στη γυναίκα του, λέγοντάς της ότι γραφτό της Άλμα είναι να παντρευτεί ένα τέρας, που θα το βρει στο βράχο της σιωπής που πρέπει να την αφήσουν ντυμένη νύφη. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της μάνας, αλλά ποιός μπορούσε να αμφισβητήσει τα πνεύματα. Έτσι την άλλη μέρα η μάνα πλησίασε την Άλμα και της ανακοίνωσε την απόφαση των πνευμάτων. Μάταια έκλαψε η κοπέλα να την αφήσουν να περάσει τη ζωή της στην πατρική σκηνή. Η απόφαση είχε ληφθεί.
Τη στόλισαν νύφη κλαίγοντας και πήγαν και την άφησαν μόνη και φοβισμένη στο βράχο της σιωπής. Οι γονείς έφυγαν μοιρολογώντας για το κακό που βρήκε το κορίτσι τους. Ώρες πολλές πέρασαν από τότε που η Άλμα έμεινε μόνη στο βράχο της σιωπής, παρακαλώντας τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου να έρθει να την πάρει. Ώσπου ξαφνικά, ένας δυνατός αέρας τη σήκωσε ψηλά και άρχισε να τη στροβιλίζει. Η Άλμα νόμισε πως τα πνεύματα την μετέφεραν στον Κάτω Κόσμο και πίστεψε ότι ο Σκοτεινός Άρχοντας άκουσε τις προσευχές της.
Ώρες μετά, μπορεί και μέρες, η Άλμα ξύπνησε ξαπλωμένη πάνω σε μια κοιλάδα με δροσερό χορτάρι, ακούγοντας τις μελωδίες των πουλιών και το θρόϊσμα των φύλλων. Σηκώθηκε και προχώρησε γεμάτη απορία προς ένα πλουσιόσπιτο που είδε στο βάθος. Παρόμοιο παλάτι δεν είχε γνωρίσει ούτε στα παραμύθια, αλλά όσο κι έψαχνε τα δωμάτια δεν έβρισκε ψυχή ζώσα. Μόνο το βράδυ άκουσε μια γλυκιά ανδρική φωνή που της έλεγε λόγια αγάπης. Κι εκείνη τον αγάπησε πολύ και έγινε γυναίκα του. Μάλιστα δέχθηκε και τον όρο του:
-Άλμα μ’ αγαπάς και θες να ζήσουμε μαζί την υπόλοιπη ζωή μας; τη ρώτησε η φωνή.
-Ναι, σ’ αγαπώ και θα έδινα τα πάντα για να ζήσω μαζί σου! απάντησε.
-Τότε θα πρέπει να δεχτείς να μην δεις ποτέ το πρόσωπό μου γιατί τότε θα χωριστούμε για πάντα! της είπε.
Εκείνη δέχτηκε και ο καιρός περνούσε. Ζούσε ευτυχισμένη, όμως, η Άλμα σκεφτόταν τους γονείς της που νόμιζαν πως μεγάλο κακό την βρήκε και έκλαιγε κρυφά. Μια νύχτα ο άντρας της τη ρώτησε γιατί ήταν λυπημένη κι εκείνη του είπε πως νοσταλγούσε τους γονείς της, ότι ήθελε να τους δει έστω για μια φορά, για να τους πει ότι ζει και είναι ευτυχισμένη και πάλι πίσω θα γύριζε. Κι εκείνος που χατήρι δεν της χάλαγε ποτέ της είπε πως θα το κανονίσει. Πόσο καιρό ήθελε ένα μήνα, ένα χρόνο. Κι εκείνη του είπε πως ένας μήνας ήταν αρκετός.
Την άλλη μέρα, καθώς η Άλμα βρισκόταν στον κήπο μια δυνατή ριπή ανέμου τη σήκωσε και την έφερε στο σπίτι των γονιών της. Εκείνοι τρελλάθηκαν απ’ τη χαρά τους γιατί την είχαν ξεγραμμένη. Τους είπε πως ζούσε ευτυχισμένη κι ερωτευμένη. Αμέσως έστειλαν μήνυμα στις αδελφές να τρέξουν για να δουν την τρίτη, την μικρότερη που ήταν γερή κι ευτυχισμένη.
Πρώτη έφτασε η Σεντιμιέντο και αμέσως μετά η Ρασόν. Την αγκάλιασαν, τη φίλησαν. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως η μικρή τους Άλμα ήταν ευτυχισμένη. Άρχισαν να λένε η καθεμιά πόσο καλά περνούσαν με τους άντρες τους και πόσο όμορφη ήταν η ζωή τους. Και τότε η Άλμα τους αποκάλυψε ότι ποτέ δεν είχε δει το πρόσωπο του άντρα της, αφήνοντάς τες άφωνες.
-Μα είναι δυνατόν να πιστεύεις όσα σου είπε, της έλεγαν. –Δεν θέλεις να μάθεις αν είναι τέρας πραγματικά; τη ρωτούσαν. –Έλα καημένη το βράδυ που θα κοιμάται άναψε το λυχνάρι και δες κρυφά το πρόσωπό του. Αυτός δεν θα το ξέρει και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Πες-πες στο τέλος την έπεισαν. Πέρασε ο καιρός και τότε η Άλμα ξεκίνησε να πάει στο βράχο της σιωπής, για να γυρίσει πίσω στον αγαπημένο της. Πράγματι ο άνεμος τη μετέφερε στο σπίτι της. Διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβησαν στο σπίτι των γονιών της, αλλά παρέλειψε να πει τις κουβέντες με τις αδελφές της. Το βράδυ, λοιπόν, που ο αγαπημένος της κοιμήθηκε στο πλάϊ της, εκείνη άναψε το λυχνάρι για να δει το πρόσωπό του. Άφωνη έμεινε από την ομορφιά του και έσκυψε να του δώσει ένα φιλί ξεχνώντας πως στα χέρια της κρατούσε αναμμένο το λυχνάρι. Το λυχνάρι έγυρε και μια σταγόνα λάδι έπεσε στο μάγουλό του. Τα μάτια του άντρα της άνοιξαν.
-Έρωτα, ψέλισε η Άλμα.
-Δεν μ’ άκουσες, δεν τήρησες την υπόσχεσή σου και τώρα θα ζήσουμε για πάντα χωριστά, της είπε εκείνος και χάθηκε θυμωμένος. Από τότε τριγυρνά και κρύβεται θυμωμένος για να μην συναντήσει την Άλμα. Εκείνη μόνη κι έρημη περιπλανιέται στον κόσμο ψάχνοντας να βρει τον άγγελο του Έρωτα, για να την μεταφέρει κοντά στον αγαπημένο της...




(Παραδοσιακό παραμύθι των Άνδεων)

Η Θεά του Ήλιου και η Περιέργεια

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ακόμη ο άνθρωπος ήταν πολύ νέος, δηλαδή πριν από χρόνια που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, όταν τα δύο δέντρα που κρατούσαν τον ουρανό να μην πέσει πάνω στη γη μόλις είχαν δημιουργηθεί, ήταν η εποχή των 10 Ήλιων. Η εποχή που ακόμη η δημιουργία της πλάσης δεν είχε ολοκληρωθεί και τα πράγματα δεν είχαν πάρει το καθένα τη θέση του.

Εκείνη την εποχή υπήρχαν δέκα Ήλιοι οι οποίοι διέσχιζαν τον Ουρανό, με τη σειρά, ένας κάθε ημέρα. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ο μεγάλος εγωϊσμός! Ο καθένας τους πίστευε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος και κατά συνέπεια αυτός έπρεπε να κυριαρχήσει. Οι διαμάχες μεταξύ τους δημιουργούσαν πολλά προβλήματα και μάταια το Συμβούλιο των Θεών προσπαθούσε να τους πείσει πώς όλα τα πνεύματα και τα πλάσματα δεν είχαν το δικαίωμα να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους και τη χρησιμότητά τους.

Επειδή, όμως, κανείς από τους δέκα Ήλιους δεν ήθελε να πιστέψει κάτι τέτοιο και κυρίως να παραχωρήσει τη σειρά του σε κάποιον άλλον αποφάσισαν να μαζευτούν και κάθε μέρα να διασχίζουν όλοι μαζί τον ουρανό. Η απόφαση αυτή των Ήλιων είχε καταστροφικά αποτελέσματα γιατί η θερμοκρασία της Γης άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα και να απειλούνται όλες οι μορφές ζωής. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντέξουν, αλλά ούτε τα ζώα και τα φυτά. Μάταια το συμβούλιο των θεών προσπάθησε να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη. Τότε ήταν που αποφάσισαν ότι έπρεπε να καταφύγουν στο Μεγάλο Πνεύμα, τον Πατέρα των Ανθρώπων και να του ζητήσουν τη βοήθειά του, γιατί ολόκληρη η πλάση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.

Ο Πατέρας των Ανθρώπων, αφού ενημερώθηκε, αποφάσισε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από το να στείλει τον Κόνδορα στο Αστέρι της Αυγής, για να ζητήσει τη βοήθεια του φημισμένου τοξότη Γι, για να επιβάλει τη θέληση του Μεγάλου Πνεύματος.

Πράγματι ο τοξότης Γι κατέβηκε από τους ουρανούς κουβαλώντας το τόξο, με οποίο τον είχε οπλίσει ο θεός του Ανέμου και μ’ αυτό μπορούσε να σκοτώσει Θεούς και Ανθρώπους. Ο Γι κατοικούσε στον Αυγερινό, ώστε να μην μπορεί να κλέψει κανείς το μαγικό του τόξο, το οποίο είχε εντολή από το Θεό του Ανέμου να μην το χρησιμοποιήσει μόνον και εφόσον η πλάση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.

Η μονομαχία του Γι με τους Ήλιους διήρκεσε μέρες ολόκληρες και ήταν τόσο σκληρή που θεοί και άνθρωποι είχαν καταλυφθεί από μεγάλο τρόμο. Στο τέλος, όμως, κατάφερε να σκοτώσει τους εννέα Ήλιους. Στο τέλος κατάφερε να επιζήσει μόνον εκείνος ο Ήλιος που η Θεά του ήταν γυναίκα και οι υπόλοιποι θεοί την ονόμαζαν δίκαιη Αματεράσου. Προστάτευε τις γυναίκες, τα παιδιά, λάτρευε τα ζώα και τα φυτά και ποτέ δεν είχει εμπλακεί στους καυγάδες των αδελφών της.

Η θεά του δέκατου Ήλιου είχε γεννηθεί από τα δάκρυα που έσταξαν από το δεξί μάτι του Θεού Ιζανάγκι. Ήταν η ανώτερη των θεών και βασίλευε με δικαιοσύνη, φώτιζε και ζέσταινε τη γη. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που αδελφός της, ο Θεός της Καταιγίδας, Σουσάνο Γούο, αποφάσισε να αποδείξει την ανωτερότητά του. Άρχισε, λοιπόν να ενοχλεί την αδελφή του, στέλνοντας καταιγίδες και ισχυρούς ανέμους, για να την κάνει να αποδεχθεί ότι ήταν ισχυρότερος από αυτή. Καθημερινά την προκαλούσε να μονομαχήσουν.

Η Αματεράσου, όμως, που απέφευγε τους καυγάδες και δεν ήθελε να μονομαχήσει με τον αδελφό της, αποφάσισε μια μέρα να κρυφτεί στη πιο σκοτεινή σπηλιά του ουρανού, κλείνοντας, μάλιστα, την είσοδό της με μια τεράστια πέτρα. Ο κόσμος βυθίστηκε στο σκοτάδι και στη λύπη! Πανικός επικράτησε στη γη. Μάταια οι άνθρωποι την παρακαλούσαν να βγει από την κρυψώνα της και να τους ζεστάνει με το φως της. Αφού οι επικλήσεις τους δεν είχαν αποτελέσματα, τότε οι άνθρωποι άρχισαν να παρακαλούν όλους τους θεούς να πείσουν την Αματεράσου να εγκαταλείψει τη σπηλιά της.

Το Μεγάλο Πνεύμα, ακούγοντας τις επικλήσεις των ανθρώπων, έστειλε τον Κόνδορα να πετάξει απ’ άκρη σ’ άκρη στους ουρανούς και να καλέσει όλους τους θεούς να μαζευτούν, διότι για μια ακόμη φορά, η πλάση ολόκληρη βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.

Οκτώ εκατομμύρια θεοί μαζεύτηκαν έξω από τη σπηλιά και παρακάλεσαν την Αματεράσου να εμφανιστεί. Της υποσχέθηκαν ότι ουδείς θα την προκαλούσε πλέον, όμως εκείνη πεισματικά έμενε στην κρυψώνα της, αρνούμενη να την εγκαταλείψει. Ούτε τα δάκρυα των ανθρώπων, ούτε η συγγνώμη για την άπρεπη συμπεριφορά του αδελφού της την έπεισαν.

Τότε το Μεγάλο Πνεύμα σκέφθηκε να καλέσει όλες τις χάρες και τις αξίες που είχαν δημιουργηθεί για να συνοδεύου τη ζωή, για να πείσουν τη Θεά του Ήλιου να βγει απ’ τη σπηλιά. Μόνον η Τρέλλα, που απ’ την αρχή της Δημιουργίας συνοδεύει τον Έρωτα, έκανε μια πρόταση. Ζήτησε από τον Κόνδορα να της φέρει έναν κόκορα, έναν καθρέφτη, ένα περιφέραιο με πολύτιμα πετράδια και μια ξύλινη σκάφη. Σε λίγο ο Κόνδορας είχε μαζέψει όλα τα αντικείμενα που είχε ζητήσει η Τρέλλα.

Στην αρχή οι Θεοί άναψαν μεγάλες φωτιές, ώστε να φωτιστεί καλά ο χώρος έξω από τη σπηλιά. Φωτίστηκε τόσο καλά που ο Ουρανός φαινόταν σαν να είχε πάρει φωτιά απ' τη μια άκρη του ως την άλλη. Διάλεξαν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο και κρέμασαν τον καθρέφτη και τα πετράδια, ώστε να αστραποβολούν από τις τεράστιες φλόγες. Μετά η Τρέλλα άγγιξε τον κόκορα και τον έκανε να φωνάζει, όπως όταν ξημέρωνε, ενώ τη σκάφη την έβαλαν κάτω στη γη για να πέφτουν μέσα οι στάχτες από τις φωτιές.

Τότε οι θεοί όλοι μαζί άρχισαν να τραγουδούν, τάχα, για να υμνήσουν τη γέννηση ενός νέου, λαμπρότερου Ήλιου, από την Αματεράσου.

Η Περιέργεια οδήγησε την Αματεράσου να ανοίξει τον βράχο που έκλεινε την είσοδο της σπηλιάς και να βγει, για να δει τον καινούργιο Ήλιο. Μόλις η Αματεράσου εγκατέλειψε τη σπηλιά, ο Κόνδορας, έκλεισε με τη ξύλινη σκάφη, που είχε τις στάχτες από τις φωτιές, την είσοδό της. Η σκοτεινότερη σπηλιά του Ουρανού σφραγίστηκε για πάντα κι από τότε ο ένας και μοναδικός Ήλιος καθημερινά χαμογελά στη Γη...

(Από τους μύθους των Ίνκας, των Κινέζων και των Ιαπώνων)