Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Το πέταγμα της πεταλούδας


Μια φορά κι έναν καιρό, αρκετά χρόνια μετά τη δημιουργία του κόσμου, ο Μεγάλος Δημιουργός, καθισμένος στο μεγαλοπρεπή θρόνο του, ξεκουραζόταν βλέποντας μια ομάδα παιδιών, σε κάποιο χωριό, να παίζουν και να τραγουδούν.
Οι φωνές και τα γέλια τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Ήταν πολύ ευτυχισμένα. Ο Μεγάλος Δημιουργός τα κοίταζε και χαμογελούσε, αλλά ξαφνικά το χαμόγελό του πάγωσε. Τότε ακριβώς σκέφτηκε ότι τα παιδιά αυτά θα γεράσουν. Τα μαλλιά τους θα γκριζάρουν και θ’ ασπρίζουν, τα δόντια τους θα πέσουν. Τα αξιολάτρευτα κοριτσάκια θα μεγαλώσουν και θα γίνουν κουρασμένες γυναίκες με άσπρα μαλλιά και ζαρωμένα δέρματα. Ακόμη και τα κουτάβια που τώρα κυλιόταν με τα παιδιά στο χώμα θα γινόταν γέρικοι σκύλοι. Τα όμορφα λουλούδια που μοσχοβολούσαν θα μαραθούν και τα φύλλα θα πέσουν και τα δέντρα, με τα χρόνια, θα ξεραθούν.
Αυτές ήταν οι σκέψεις του Μεγάλου Δημιουργού και η καρδιά του άρχισε να γεμίζει θλίψη. Ήδη, ήταν Φθινόπωρο και η εικείμενη έλευση του Χειμώνα του βάραινε την καρδιά, κι ας ο καιρός ήταν ζεστός, κι ας έλαμπε ακόμη ο ήλιος.
Τη στιγμή που η καρδιά του Μεγάλου Δημιουργού ήταν έτοιμη να πλημμυρίσει από θλίψη, παρατήρησε ένα παιχνίδισμα του φωτός στο χώμα και τα κίτρινα φύλλα που ο άνεμος παρέσυρε εδώ κι εκεί. Το γαλάζιο του ουρανού πλημμύρισε τα μάτια Του, πρόσεξε το λευκό του καλαμποκάλευρου και ξαφνικά το χαμόγελο ζωντάνεψε στα χείλη του. Όλα αυτά τα χρώματα πρέπει να διατηρηθούν, σκέφθηκε οΔημιουργός. «Θα φτιάξω κάτι που θα το βλέπουν τα παιδιά και θα διασκεδάζουν. Κάτι που θα με κάνει χαρούμενο».
Ο Μεγάλος Δημιουργός πήρε την τσάντα του κι έβαλε μέσα μια ηλιαχτίδα, τα χρώματα, μια χούφτα γαλάζιο του ουρανού, λευκό από το καλαμποκάλευρο, λίγη σκιά από τα παιδιά που έπαιζαν, μαύρο από τα μαιλλιά ενό κοριτσιού, κίτρινο από τα φύλλα που έπεφταν, πράσινο από τις πευκοβελόνες, κόκκινο, μωβ και πορτοκαλί από τα λουλούδια. Αφού έβαλε όλα αυτά τα υλικά μέσα στην τσάντα πρόσθεσε και τα τραγούδια των πουλιών.
Έκλεισε την τσάντα, την κρέμασε στον ώμο του και περπάτησε σιγά-σιγά, προς το σημείο, όπου έπαιζαν τα παιδιά. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ήταν ακόμη αγαθοί και μπορούσαν να δουν τον Μεγάλο Δημιουργό. Όταν έφτασε κοντά στα παιδιά ο Μεγάλος Δημιουργός είπε:
-Παιδιά αυτό είναι για σας. Ανοίξτε την τσάντα. Υπάρχει κάτι όμορφο μέσα.
Άφησε την τσάντα του εκεί και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Τα παιδιά αμέσως άνοιξαν την τσάντα και τότε χιλιάδες πολύχρωμες πεταλούδες ξεχύθηκαν. Πέταξαν χορεύοντας γύρω από τα παιδιά. Κάθισαν για λίγο στα μαλλιά τους και ξανασηκώθηκαν πετώντας, κατά κύμματα, από λουλούδι σε λουλούδι. Τα παιδιά γοητεύτηκαν από το θέαμα και φώναζαν ότι δεν είχαν δει άλλη φορά κάτι τόσο όμορφο. Έλεγαν τραγούδια, για να ευχαριστήσουν τον Μεγάλο Δημιουργό. Οι πεταλούδες άρχισαν να τραγουδούν και τα παιδιά άρχισαν να τις μαζεύουν.
Ένα πουλί που τα είδε όλα, πέταξε και κάθισε στον ώμο του Μεγάλου Δημιουργού και του ψιθύρισε:
-Κύριε δεν είναι σωστό που έδωσες σ’ αυτά τα νέα και όμορφα πλάσματα τα τραγούδια μας. Όταν μας δημιούργησες, μας είπες ότι κάθε πουλί θα έχει το τραγούδι του. Τώρα έδωσε και σε άλλα πλάσματα αυτά τα τραγούδια. Δεν είναι αρκετό που έδωσες σ’ αυτά τα πλάσματα τα χρώματα του ουρανού;
-Έχεις δίκαιο, είπε ο Μεγάλος Δημιουργός, έδωσα σε κάθε πουλί από ένα τραγούδι και δεν έπρεπε να σας πάρω ό,τι σας ανήκει.
Έτσι, πήρε πίσω τα τραγούδια από τις πεταλούδες κι από τότε εκείνες παραμένουν σιωπηλές. Ωστόσο, όμως, ακόμη και σιωπηλές παραμένουν όμορφες!
(παλιό ινδιάνικο παραμύθι)

1 σχόλιο:

  1. yo no canto por cantat mi por tener buena voz,canto por que la quitarra tienne sentida y razόn.Tiene corazόn de tierra y allas de palomita.

    ΑπάντησηΔιαγραφή