Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Η ιστορία ενός σκλάβου...


Μια φορά κι έναν καιρό, στη μακρινή χώρα του καφέ, εκεί που οι λευκοί αφέντες αγόραζαν και πουλούσαν τις καραβιές από μαύρους σκλάβους που αιχμαλώτιζαν οι δουλέμποροι στην Αφρική, ζούσε ο πιο λυπημένος σκλάβος της γης, ο Πέδρο.
Την χώρα όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας του δεν τη γνώρισε ποτέ. Μια ομάδα δουλεμπόρων τον είχε αιχμαλωτίσει και τον μετέφερε με αλυσσίδες στα πόδια και τα χέρια στη χώρα αυτή. Εκεί τον πατέρα του Πέδρο τον αγόρασε, μαζί με άλλους σκλάβους, ο αφέντης Κορρέα, ο οποίος είχε μια τεράστια φυτεία καφέ. Η μητέρα του Πέδρο κι αυτή ήταν σκλάβα «δεύτερης γενιάς». Ο Πέδρο ελάχιστα θυμόταν τον πατέρα του, γιατί προσπάθησε να αποδράσει και πέθανε δεμένος σ’ ένα πάσσαλο, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων.
Ο Πέδρο από τη στιγμή που είδε το φως του ήλιου και θυμόταν τον ευατό του, γνώρισε μόνο τη δουλειά, το μαστίγιο και το φόβο. Πέρα από τη φυτεία και το γύρο δάσος δεν μπορούσε να πάει πουθενά αλλού, χωρίς την άδεια του αφέντη Κορρέα. Ο αφέντης του ήταν σκληρόκαρδος και βάρβαρος και οι σκλάβοι τον μισούσαν. Για το τίποτε δεν δίσταζε να τους τιμωρεί σκληρά, άλλωστε ο Κορρέα μπορούσε να αποφασίσει ποιός θα ζήσει και ποιός θα πεθάνει, σύμφωνα με το νόμο των λευκών.
Η μοίρα του Πέδρο έμοιαζε να είναι συνδεδεμένη με τη μοίρα του αφέντη του. Την ημέρα που ο Κορρέα έχασε τη γυναίκα του, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, αποφάσισε ότι έφταιγε ο Πέδρο και για να τον τιμωρήσει πούλησε τη γυναίκα του και το νεογέννητο παιδί τους. Ούτε μια μέρα δεν περνούσε που ο δούλος από την Αφρική να μη σκέφτεται τη γυναίκα του και το παιδί του. Κάθε φορά που έβλεπε την κόρη του αφέντη του, την Αλίκη, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.
Πού να βρίσκονται άραγε η γυναίκα και η κόρη του. Παρακαλούσε το Θεό να τιμωρήσει τον αφέντη και να του πάρει την Αλίκη. Ύστερα, κοίταζε το νεαρό κορίτσι, έβλεπε τον τρόμο στα μάτια της, θαύμαζε την ομορφιά της και παρακαλούσε το Θεό να μην ακούει τις κακίες της.
Δεν υπήρχε σκλάβος που να μην μισεί τον αφέντη Κορρέα και να μην αγαπά και να σέβεται τη μικρή Αλίκη, η οποία, κρυφά από τον πατέρα της πάντα προσπαθούσε να τους βοηθήσει.
Κάποια μέρα, λοιπόν, η Αλίκη ξέφυγε από την επιτήρηση του πατέρα της και βγήκε από τη φάρμα, για να περπατήσει μέσα στο πυκνό δάσος της περιοχής. Παρακολουθώντας τα πουλιά, τις πεταλούδες και τα λουλούδια η μικρή Αλίκη χάθηκε και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι της. Πανικοβλήθηκε, άρχισε να τρέχει και να φωνάζει, αλλά ποιός να την ακούσει. Έκλαιγε, παρακαλούσε για βοήθεια, αλλά τίποτε ήταν μόνη της, χαμένη. Μετά από ώρες σωριάστηκε στο έδαφος...
Όταν ήρθε το ηλιοβασίλεμα, η καμπάνα της φάρμας χτύπησε, ανακοινώντας στους σκλάβους το τέλος της δουλειάς. Όταν πλησίαζαν οι σκλάβοι είδαν στο σπίτι να επικρατεί αναταραχή. Ο επιστάτης τους διέταξε να μαζευτούν γιατί τους ήθελε ο αφέντης. Ο Πέδρο διέκρινε στα παγωμένα μάτια του Κορρέα τη σκιά του φόβου και πριν προλάβει να χαρεί άκουσε τον αφέντη να μιλά με μαλακιά φωνή γεμάτη αγωνία.
-Έχασα την Αλίκη. Όποιος μου φέρει πίσω την μονάκριβή μου, αγαπημένη κόρη θα του χαρίσω την ελευθερία του, είπε ο αφέντης και έκανε με το χέρι του την χαρακτηριστική κίνηση, για να δείξει στους σκλάβους ότι έπρεπε να αρχίσουν να ψάχνουν.
Ποιός να πιστέψει τα λόγια του αφέντη, αλλά και κανενός η καρδιά δεν βαστούσε να εγκαταλείψει την Αλίκη, αυτό τον άγγελο. Από την άλλη πάλι, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία!
Ο Πέδρο μπήκε στο δάσος και άρχισε να ψάχνει, όταν ξαφνικά σταμάτησε απότομα. Κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου και έφερε μπροστά του την εικόνα της γυναίκας του με σκυμμένο το κεφάλι και αγκαλιά την κόρη τους να ακολουθεί το νέο της αφέντη. Το μυαλό του σκοτείνιασε, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα. Σκέφτηκε να φύγει, να κρυφτεί μέσα στο δάσος ή να καθίσει εκεί και να γυρίσει μετά από ώρες και να πει ότι δεν βρήκε ίχνος της Αλίκης. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε την Αλίκη που τον είχε πλησιάσει την ώρα που έκλαιγε κρυφά όταν πουλήθηκε η οικογένειά του και του είχε πει:
-Πέδρο, σου ζητώ συγγνώμη!
Αμέσως σηκώθηκε επάνω, σκούπισε από τα μάτια του τα δάκρυα και άρχισε να περπατά και να φωνάζει: Αλίκη. Έψαξε ώρες ολόκληρες, αλλά τίποτε. Λες και το δάσος είχε καταπιεί την μικρή. Ακούμπησε σε ένα δέντρο, για να πάρει μια ανάσα, όταν άκουσε το θρόϊσμα των ξερών φύλων κι άκουσε κάτι σαν λυγμό. Πλησίασε και είδε το μικρό κορίτσι να είναι σωριασμένο στο χώμα.
-Δεσποινίς Αλίκη! Φώναξε ο σκλάβος Πέδρο.
-Βοήθησέ με σε παρακαλώ. Βγάλε με από δω...Ποιός είναι;
Ο Πέδρο την φορτώθηκε και την έφερε στο σπίτι. Φυσικά ο αφέντης δεν τήρησε την υπόσχεσή του και την επομένη ημέρα ο Πέδρο ήταν δεμένος σ’ ένα πάσαλο για τιμωρία, επειδή ήταν κουρασμένος και δεν μπορούσε να δουλέψει. Η Αλίκη, όμως, μόλις έμαθε ποιά τύχη επιφύλαξε ο πατέρας της στον σωτήρα της, απαίτησε από τον αφέντη να τηρήσει την υπόσχεσή του. Πράγματι, πριν από το τέλος της ημέρας, ο Πέδρο βάδιζε το μονοπάτι της ελευθερίας. Εγκατέλειψε τη φάρμα, αφού πρώτα γονάτισε και φίλησε τα χέρια της μικρής Αλίκης.
Ο μαύρος άνδρας είχε πάει στους λόφους και είχε χτίσει μια καλύβα, κοντά σ’ ένα καταρράκτη και κάπου-κάπου κατέβαινε στην πόλη και αντάλλασσε ψίγματα χρυσού με καπνό, φαγητό και κρασί. Η ιστορία του Πέδρο κουβεντιαζόταν σε όλη την επαρχία. Την ιστορία για το χρυσό του Πέδρο την είχε ακούσει και ο αφέντης Κορρέα, αλλά δεν την πίστεψε.
-Οι παρακατιανοί τα παραλένε πάντα, σχολίαζε.
Μια μέρα, όμως, που και αυτός ήταν στην πόλη, είδε τον Πέδρο να δίνει ψίγματα χρυσού και να παίρνει τα αναγκαία. Τότε μέσα του φούντωσε η απληστία και σκέφτηκε ότι αυτό το τομάρι έπρεπε να του πει το μυστικό του. Μια νύχτα σκοτεινή συνοδευόμενος από μια ομάδα τσιράκια του, ο Κορρέα πήγε στην καλύβα του Πέδρο τον συνέλαβε, τον έδεσε πίσω από ένα άλογο και τον έφερε πίσω στη φάρμα.
-Πού βρήκες το χρυσάφι; Αν δεν μιλήσεις με το καλό θα το κάνεις με το άγριο, του φώναζαν
- Αφέντη, ο Πέδρο δεν μπορεί να πει, γιατί...
Το μαστίγιο έπεσε με δύναμη επάνω του πολλές φορές. Ο Πέδρο δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μυστικό του και άρχισε να μιλά. Τους είπε ότι διάλεξε εκείνο το σημείο, εκεί που τον έπιασαν, για να ζήσει. Μετά από καιρό έμαθε στην πόλη, ότι η λευκή δεσποινίδα, στην οποία χρωστούσε την ελευθερία του είχε πεθάνει. Για αρκετές ημέρες μόνος στην καλύβα του δεν μπορούσε να κοιμηθεί και η ψυχή του ήταν γεμάτη θλίψη. Τα βράδυα άκουγε τη φωνή της λευκής δεσποινίδας να τραγουδά κοντά στον καταρράκτη έναν θλιμμένο σκοπό. Μια νύχτα, είδε την πόρτα της καλύβας του ν’ ανοίγει και να εμφανίζεται μπροστά του μια διάφανη, γυναικεία φιγούρα. Ήταν η δεσποινίς Αλίκη, η οποία του μίλησε:
-Πέδρο κάποτε με έσωσες. Ξέρω ότι υποφέρεις ακόμα εξαιτίας της σκληρότητας του πατέρα μου. Άκουσε προσεκτικά τί έχω να σου πω και να κάνεις ό,τι ακριβώς σου πω. Κοντά στην καλύβα σου, κάτω από το χώμα, κρύβεται χρυσάφι. Θα είναι δικό σου αν δεν πεις σε κανέναν ούτε πώς, πού το βρήκες. Πρόσεχε! Αν αποκαλύψεις το μυστικό η οργή του φαντάσματος που φυλά το χρυσάφι θα πέσει επάνω σου. Πρόσεχε! Μην ξεχάσεις ποτέ τα λόγια μου! Ακολούθησέ με τώρα...
-Βρωμιάρη, αράπη θα ξημερώσουμε εδώ πέρα; Τελείωνε επιτέλους...ούρλιαξε ο αφέντης Κορρέα και αρπάζοντας το μαστίγιο άρχισε να τον χτυπά με λύσσα.
Ακούστηκε ο θόρυβος που κάνει ένα μεγάλο βαρύ σώμα, το οποίο πέφτει στο έδαφος, όταν η ψυχή του το εγκαταλείπει, για να «πετάξει» στον Δημιουργό...
...Ο Πέδρο δεν μπορούσε να συνεχίσει...
(παλιό βραζιλιάνικο παραμύθι)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου