Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Μια κρυφή συζήτηση...


Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που οι Θεοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν τον άνθρωπο, έφτιαξαν έναν άνδρα και μια γυναίκα, τους ανέβασαν σε μια ηλιαχτίδα και τους άφησαν να κατεβούν στη γη.
Η ηλιαχτίδα, όμως, καθώς περνούσε μέσα απ’ τα σύννεφα έσπασε και τότε ο άνδρας προσγειώθηκε αλλού και η γυναίκα μακριά του. Χάθηκαν! Ο ένας ήταν μακριά απ’ τον άλλον. Δεν μπορούσαν να βρεθούν κι ας έψαχναν απεγνωσμένα.
Τότε οι Θεοί έδωσαν εντολή στη Σελήνη να οδηγήσει τη γυναίκα στην περιοχή που είχε πέσει ο άνδρας. Η Χλωμή Θεά του Ουρανού έριξε το φως της κι έδειξε το δρόμο στη γυναίκα. Όμως, ο δρόμος ήταν μακρύς και το χώμα σκληρό, γεμάτο πέτρες. Τα γυμνά πόδια της γυναίκας, σε λίγο γέμισαν πληγές. Προσπάθησε να τα πλύνει σ’ ένα ποτάμι, αλλά δεν μπορούσε πια να περπατήσει...
Η σύζυγος του Δημιουργού του Κόσμου, που είχε αναλάβει τη γυναίκα υπό την προστασία της, στράφηκε στη γη και της ζήτησε να την διευκολύνει. Η απόσταση που έπρεπε να διανύσει ήταν μεγάλη και δεν θα μπορούσε να το κάνει χωρίς βοήθεια. Τότε η Μάνα Γη άπλωσε πάνω της χορτάρι, για να βοηθήσει εκείνη την πρώτη γυναίκα. Πράγματι, τώρα το περπάτημα ήταν πολύ εύκολο, όμως, η φύση ήταν γεμάτη πειρασμούς: λουλούδια, αρώματα, πουλιά και πεταλούδες. Η γυναίκα άρχισε το βλέμμα της να πλανηθεί. Μαγεύτηκε και στάθηκε να χαιρετίσει τα λουλούδια και να ακούσει τα πουλιά. Παρακολούθησε το τίναγμα των φτερών της πεταλούδας και ξεχάστηκε. Καθυστερούσε στο δρόμο.
Οι Θεοί, τώρα, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα νέο πρόβλημα. Τότε, σκέφτηκαν να φτιάξουν τη μουσική. Αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος, για να μεταφερθεί στη γη ήταν δια του Ανέμου. Αυτός δέχθηκε αμέσως την αποστολή και μέχρι οι θεοί ν’ ανοιγοκλείσουν για μια στιγμή τα μάτια τους, ο Άνεμος βρέθηκε στη γη, έβγαλε το κοχύλι του κι άρχισε να φυσά.
Οι νότες ξεχύθηκαν και πλημμύρισαν τη γη. Οι πρώτοι άνθρωποι μαγεμένοι άρχισαν να περπατούν προς το μέρος απ’ όπου ακούγονταν οι νότες, σαν υπνωτισμένοι.
Περπάτησαν ασταμάτητα μέρες και μέρες μέχρι που συνάντησαν τον άνεμο που εξακολουθούσε να βγάζει μέσα απ’ το κοχύλι του τις νότες. Τον κοίταξαν με θαυμασμό και έμειναν έτσι ακίνητοι. Ο απεσταλμένος των θεών τους λυπήθηκε και δεν σταμάτησε να φυσά το κοχύλι του. Οι δύο άνθρωποι έμεναν εκεί ακίνητοι, δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη, ούτε ένα βλέμμα. Οι Θεοί που έβλεπαν τη σκηνή, έστειλαν στον άνεμο μια πεταλούδα να του ψιθυρίσει στο αυτί ότι αποστολή του ήταν να προσπαθήσει ώστε ο άνδρας και η γυναίκα να γίνουν ζευγάρι. Τότε ο άνεμος σκέφτηκε ν’ αλλάξει ρυθμό και έπαιξε έναν των 2/4 ή 4/4. Έτσι γεννήθηκε το τάνγκο.
-Θα είναι ένας διάλογος χωρίς λόγια που θα απαιτεί την απόλυτη συνύπαρξη και τον δύο σας, σκέφτηκε ο άνεμος και συνέχισε να φυσά το κοχύλι του.
-Θα είναι μια θλιβερή σκέψη που χορεύεται. Μια ιστορία αγάπης, φώναξε ο έρωτας.
Οι άνθρωποι έσφιξαν τα χέρια κι άρχισαν να δημιουργούν τα βήματα της ιστορίας της αγάπης τους. Τα χρόνια πέρασαν. Οι εποχές της δημιουργίας άλλαξαν. Πολλά πράγματα που δεν θα έπρεπε να έχουν ξεχαστεί, λησμονήθηκαν. Μεταξύ αυτών και το τάνγκο.
Μετά ήρθαν οι κονκισταδόρες. Τίποτε πια δεν θα ήταν όπως παλιά. Ό,τι ονειρεύτηκαν, δημιούργησαν κι αγάπησαν οι παλαιοί έπρεπε να σβηστεί, να πάψει να υπάρχει. Οι παλιές μνήμες και οι νότες έτρεξαν να κρυφτούν όπως και οι παλιοί θεοί στις πέτρες και στις σκοτεινές γωνιές, για να σωθούν. Εκεί στις σκοτεινές γωνιές, στις «Ακαδημίες», όπως τις έλεγαν, που δεν πλησίαζαν οι καθώς πρέπει άνθρωποι, κρύφτηκαν και οι ρυθμοί που έπαιξε ο άνεμος με το κοχύλι του, μαζί με τους παράνομους. Έγιναν η φωνή των δρόμων, οι ήχοι των gauchos, οι ήχοι των μαύρων σκλάβων, οι ήχοι της Αβάνα.
Ο ρυθμός των 2/4 ή 4/4 μεταμορφώθηκε σε μια μορφή υποκριτικής των ανθρώπινων σχέσεων όπου ο ένας στηρίζεται στον άλλον. Όπου ο ένας απαιτεί και, ταυτόχρονα, δίνεται στον άλλον... Το Μπαντονεόν, ένα δύσκολο μουσικό όργανο που έφτασε από τη Γερμανία, ενώθηκε με το τάνγκο, που τώρα χαρακτηρίζεται ο χορός του δρόμου. Κυνηγήθηκε κι απαγορεύτηκε από την εκκλησία και την εξουσία ως άσεμνο, όμως αυτό δεν εκφράζει τίποτε άλλο από την ένωση δύο ανθρώπων, την ανάγκη τους να αγκαλιαστούν, να σφίξουν τα χέρια και να δραπετεύσουν και τελικά, να ζήσουν μια στιγμή σαν μια ολόκληρη ζωή. Είναι μια κρυφή συζήτηση, κάτι που μοιράζεται χαμηλόφωνα... Είναι όπως η ζωή. Ο άνδρας προτείνει και η γυναίκα διάλεγει. Τον ακολουθεί ή τον αρνείται...
(Πηγές: Η Μυθολογία των Μάγιας, La Historia del Tango)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου