Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Στη χώρα του κακάο


Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ακόμη οι άνθρωποι δεν είχαν μάθει την τέχνη να καλλιεργούν τη γη και ίσα που κατάφερναν να επιβιώσουν, η ζωή ήταν ιδιαίτερα σκληρή στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Μεξικό.

Οι θεοί που δημιούργησαν τους ανθρώπους έβλεπαν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και μαζεύτηκαν, για να αποφασίσουν τί θα κάνουν με την κατάσταση αυτή. Συζήτησαν ώρες ολόκληρες και στο τέλος αποφάσισαν να τους βοηθήσουν. Αποφάσισαν να αναθέσουν στον αδελφό τους, το Θεό του Ανέμου, Κετζαλκοάτλ, -αφού πάρει τη μορφή ανθρώπου, να πάει στην πόλη Τόγια, που σημαίνει τόπος των εργατικών και τίμιων ανθρώπων-, την αποστολή, να διδάξει στους ανθρώπους τις επιστήμες και τις τέχνες.

Ο Κετζαλκοάτλ, που έβαζε το καθήκον πάνω απ’ όλα και αγαπούσε περισσότερο απ΄ όλους τους θεούς τους ανθρώπους, δέχθηκε με χαρά την αποστολή που του ανέθεσαν και μεταμορφώθηκε σε ένα σεβάσμιο γέροντα με μια μακριά άσπρη γενειάδα. Ανέβηκε σε μια ακτίνα του Αυγερινού και, σχεδόν, αξημέρωτα, βρέθηκε στην πόλη Τόγια. Οι άνθρωποι έμειναν άφωνοι βλέποντας τον καλοντυμένο και σεβάσμιο γέροντα και αμέσως κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για κάποιον κοινό θνητό. Του δήλωσαν υποταγή και καστέστρεψαν τα ομοιώματα των άσχημων θεών τους. Στη συνοδεία του Κετζαλκοάτλ ήταν και ο θεός Τλάλοκ, ο άρχοντας της Γης και ο εξουσιαστής της Βροχής, αυτός που έδινε ζωή, αλλά και προστάτευε τις ψυχές όταν ερχόταν η ώρα να εγκαταλείψουν τα σώματα. Επίσης, η Σοτσικετσάλ, η πανέμορφη θεά της ευτυχίας και της αγάπης, σύζυγος του Τλάλοκ. Η θεά της ευτυχίας και της αγάπης ήταν αυτή που ανακάλυψε το πούλκε, δηλαδή το «λευκό ποτό», που παρασκευάζεται από την απόσταξη του υδρόμελου που περιέχεται στην καρδιά του φυτού μαγουέϊ. Το φυτό αυτό είναι γνωστότερο ως «αθάνατος». Όποιος κατανάλωνε αυτό το ποτό αισθανόταν μεγάλη ευφορία και γι αυτό όλοι έπρεπε να προσέχουν, γιατί υπερκατανάλωση σήμαινε ένα γενναίο μεθύσι με όλες τις συνέπειες.

Οι θεοί ήταν καλοί και υπομονετικοί, αγάπησαν το λαό και τον δίδαξαν, μέχρι που έγινε ένας λαός σοφός και καλλιτέχνης. Του έμαθαν την κίνηση των άστρων και πώς να μετρά το χρόνο και να σημειώνει στο ημερολόγιο την αλλαγή των εποχών, ώστε να μπορεί να εκμεταλλεύεται την εποχή των βροχών και έτσι να εξασφαλίζει την τροφή.

Ο Κετζαλκοάτλ, όμως, ήταν ο θεός που αγαπούσε περισσότερο τους ανθρώπους και ήταν έτοιμος όχι μόνον να τους διδάξει, αλλά και να τους δώσει ακόμη και πράγματα που οι υπόλοιποι θεοί θεωρούσαν μόνον δικά τους.

Πριν να εγκαταλείψει τους ουρανούς ο Κετζαλκοάτλ έκλεψε από τους θεούς το σπόρο ενός δέντρου που η καλλιέργειά του και οι καρποί του θεωρούντο θεϊκή απόλαυση, τον σπόρο του κακάο. Οι θεοί κρατούσαν καλά φυλαγμένο το μυστικό τους. Τα χρόνια περνούσαν και όσο ο Κετζαλκοάτλ έμενε με τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο τους αγαπούσε. Τον σπόρο αυτού του δέντρου, όμως, τον κρατούσε κρυμμένο. Κάποτε αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργειά του.

Ο Κετζαλκοάτλ φύτεψε το σπόρο στην Τούλα και ζήτησε από τον Τλάλοκ να τον ποτίσει με τις βροχές του και από την Θεά της Ευτυχίας και της Αγάπης να του χαρίσει λουλούδια. Το ζευγάρι δεν μπόρεσε να αρνηθεί τη χάρη που τους ζήτησε ο αδελφός τους. Έτσι, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γη ένα μικρό δεντράκι που τα φύλλα του, σχεδόν άγγιζαν το χώμα, είχε πεντάφυλλα λουλούδια που στη συνέχεια μεταμορφώνονταν σε σκουρόχρωμους καρπούς. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής ο Κετζαλκοάτλ κάλεσε όλες τις γυναίκες και τις δίδαξε τον τρόπο της συλλογής του καρπού, τον τρόπο του ψησίματος και αλέσματος. Μετά ο Άρχοντας του Ανέμου έμαθε στις γυναίκες πώς να ανακατεύουν τη σκόνη με νερό στα σκεύη, παρασκευάζοντας το θεϊκό ποτό την σοκολάτα, που στη ντόπια γλώσσα σημαίνει «ζεστό νερό». Αργότερα οι γυναίκες, για να γλυκάνουν τους πολεμιστές και κυνηγούς της φυλής ανακάτεψαν το ποτό με μέλι και όταν εμφανίστηκαν οι κονκισταδόρες πρόσθεσαν ζάχαρη και γάλα.

Οι κάτοικοι της πόλης των εργατικών και των τίμιων ανθρώπων έγιναν πλούσιοι, μεγάλοι καλλιτέχνες και κατασκευαστές. Έπιναν τη σοκολάτα και αισθάνονταν ευτυχία. Το γεγονός όμως δεν πέρασε απαρατήρητο από τους υπόλοιπους θεούς, οι οποίοι ζήλεψαν την ευτυχία των ανθρώπων και θύμωσαν πάρα πολύ με τον Κετζαλκοάτλ που έκλεψε τους αδελφούς του, για να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους.

Τότε σκέφτηκαν να οργανώσουν ένα σχέδιο εκδίκησης. Έστειλαν, λοιπόν, τον Τεζκατλικόπα, που το όνομά του σημαίνει το «είδωλο του ατμού», τον άρχοντα της νύχτας και της ομίχλης. Ο σκοτεινός θεός, είχε ανοικτούς λογαριασμούς με τον Άρχοντα του Ανέμου και σκέφτηκε ότι ήρθε η ώρα να λογαριαστεί μαζί του. Ανέβηκε στον ιστό μιας αράχνης, μεταμφιέστηκε σε έμπορο, έφτασε στην πόλη των εργατικών και τίμιων ανθρώπων και πρόσφερε στον εχθρό του ένα ποτό από το φυτό μουγέϊ που είχε ανακαλύψει η Θεά της Ευτυχίας και της Αγάπης. Ο Κετζαλκοάτλ ήπιε το ποτό χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν το πούλκε. Μέθυσε και άρχισε να φωνάζει, να γελά και να χορεύει μπροστά στους ανθρώπους, που δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας τα καμώματα του σοφού τους δασκάλου που του είχαν δώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη τους.

Στη συνέχεια ο Κετζαλκοάτλ έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε στο χώμα. Κοιμήθηκε ώρα και όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι οι υπόλοιποι θεοί είχαν καταφέρει να τον ατιμάσουν και ότι στόχος ήταν η καταστροφή του λαού που τόσο αγάπησε. Από την άλλη ντρεπόταν τόσο πολύ για την ανοησία του και τα καμώματά του, που δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια τους ανθρώπους, που τους έμαθε να ζουν με αρχές, να είναι ενάρετοι και αγαθοί. Τότε αποφάσισε να φύγει.

Πήρε το δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα και όταν έφτασε σε μια περιοχή, που σήμερα οι άνθρωποι την ονομάζουν Ταμπάσκο, φύτεψε και τους τελευταίους σπόρους του κακάο. Τους ευλόγησε κι εκείνοι άνθισαν. Κοίταξε τα μικρά δεντράκια, χαμογέλασε και σκέφτηκε:

-Ας μείνουν οι καρποί τους, για να θυμίζουν στους ανθρώπους πόσο πολύ τους αγάπησε ο θεός του φωτός, ο Άρχοντας του Ανέμου.

Κοίταξε για μια τελευταία φορά πίσω, προς το μέρος της αγαπημένης του πόλης, μπήκε στη θάλασσα και χάθηκε ακολουθώντας τις ακτίνες του πρώτου άστρου...


(Πηγή: Μυθολογία των Τολτέκων και των Μάγια)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου